-
1 εὐ-δοκέω
εὐ-δοκέω, womit zufrieden sein, einstimmen, genehmigen, oft bei Pol., ὥςτε πάντας εὐδοκῆσαι, στρατηγὸν αὐτὸν ὑπάρχειν 1, 8, 4; auch εὐδοκεῖν τινι, 2, 38, 7 (so auch D. Sic. öfter, 4, 23. 17, 47; auch ἔν τινι, Sp., wie Matth. 3, 17); – c. partic., εὐδοκοῦσι τὴν πολιτείαν μετειληφότες ib. 2, 38, 4; τοῖς Θηβαίοις οὐχ ὅλως εὐδόκει τὸ γεγονός 20, 5, 10. – Pass. εὐδοκεῖσϑαι ἐπί τινι, mit Etwas zufriedengestellt sein, ib. 1, 8, 4, wie τινί, 27, 3, 5; in B. A. 260 wird erkl. εὐδοκούμενος ὸ συγκατατιϑέμενος καὶ μὴ ἀντιλέγων.
См. также в других словарях:
ευδοκώ — (ΑΜ εὐδοκῶ, έω) αποδέχομαι, συγκατατίθεμαι, αποφασίζω να κάνω κάτι («εὐδόκησε ὁ πατὴρ ὑμῶν δοῡναι ὑμῑν τὴν βασιλείαν», ΚΔ) νεοελλ. 1. ειρων. συγκατατίθεμαι να κάνω κάτι ύστερα από πολλή δυσκολία («ο ταμίας ευδόκησε να μού δώσει τον μισθό μου») 2 … Dictionary of Greek