-
1 μηκιστον
дор. μάκιστον (τό) adv.1) надолгоμ. ἀάσθης HH. — ты натворила беду надолго, т.е. причинила непоправимое несчастье
2) самое большое, максимум(μέ πλείω βιῶναι τὸ μ. ἐτῶν ἑκατόν Luc.)
ἐπὴ μ. Luc. — больше всего;τὸ μ. αἰῶνος Xen. — глубокая старость3) дальше всего, как можно дальше(τοὺς ἐχθροὺς ἀπελαύνειν Xen.)
ὅτι δύνᾳ μ. Soph. — так, как только можешь -
2 συμμισεω
-
3 αγκαλιάζω
-
4 εκδικιέμαι
εκδικούμαι мстить;-' τον φόνρν мстить за убийство;εκδικιέμαι τούς εχθρούς μου — мстить своим врагам;
θα τον εκδικηθώ! я ему отомщу! -
5 ελκυω...
ἑλκύω...ἕλκω, ἑλκύω(impf. εἷλκον - эп. ἕλκον, fut. ἕλξω, aor. εἷλξα - поэт. ἕλξα, преимущ. εἵλκῠσα; pass.: fut. ἑλχθήσομαι, aor. εἵλχθην)1) тянуть, тащить, волочить(Ἕκτορα περὴ σῆμα, sc. Πατρόκλου Hom. и περὴ τείχη Eur.; τινά τινος Hom., Arph., Luc.; δίκτυον ἐς βόλον Theocr. - ср. 3)
ἀσσοτέρω πυρὸς ἕλκετο δίφρον Hom. — он придвинул свой стул поближе к огню;πόδας ἑ. Theocr. — влачиться, плестись;βίοτον или ζωὰν ἑ. Eur. — влачить жизнь;ὅ μὲν ἔσω ἕλκει τὸ πλῆκτρον, ὅ δὲ ἔξω ὠθέει Her. — один тянет рулевое весло на себя, другой толкает его от себя;ἄνω κάτω τοὺς λόγους ἑ. Plat. — рассуждать и так и этак (и вкривь и вкось)2) тянуть, везти(ἡμίονοι ἕλκον ἀπήνην Hom.)
τῶν νεῶν τινας ἀναδούμενοι εἷλκον Thuc. — привязав некоторые из кораблей к своим, они потянули их на буксире3) вытаскивать, извлекать(ὀϊστὸν ἐκ ζωστῆρος, med. ξίφος ἐκ κολεοῖο Hom.; ἔγχος ἐπί τινι Eur.; sc. δίκτυον Arst. - ср. 1)
ἑ. τὰς πλίνθους Her. — выделывать из глины кирпичи4) стаскивать(νῆα εἰς ἅλα Hom.; ἑλκόμενος ἀπὸ τοῦ βήματος Xen.)
5) извлекать, получать6) натягивать, ставить(ἱστία Hom.; ἱστόν τε καὴ ἱστίον HH.)
τάλαντα ἕλκε μέσσα λαβών Hom. — он взял весы и поднял их7) натягивать, напрягать(νευρήν Hom.; τόξον Her., Xen.)
ἑ. ἑαυτόν Plat. — напрягаться, прилагать усилия8) волочить по земле или за собой(τὸ ἱμάτιον Arst.; πέδας Her.)
9) разрывать, растерзывать(ὀνύχεσσι παρειάν Eur.; ὑπ΄ ὄρνιθος ἢ κυνὸς ἑλκυσθῆναι Her.)
10) втягивать, вдыхать(ἀέρα, πνεῦμα Arst.)
11) втягивать, тянуть, пить(μέθυ Eur.)
12) вбирать (в себя), всасывать, поглощать(αἱ ῥίζαι ἕλκουσι τροφήν Arst.; ὅ ἥλιος ἕλκει τὸ ὕδωρ Her. и τὸ ὑγρόν Arst.)
13) сосать(Ἰοκάστης μαστόν Eur.)
14) притаскивать (в суд), силой приводить(τινὰ κλητεύσοντα Arph.)
15) утаскивать, похищать(ἕλξειν καὴ ὑβριεῖν τινα Dem.)
16) притягивать, привлекать(ὥστε Μαγνῆτις λίθος Eur.; ἐχθροὺς ἐφ΄ ἑαυτόν Dem.)
17) втягивать, вовлекать(τινὰ ἐφ΄ ἡδονάς, τὰς πολιτείας εἰς τυραννίδας Plat.)
ἕλκεσθαι πρὸς φιλοσοφίαν Plat. — быть увлеченным философией18) совращать(τέν παιοίσκην Lys.)
19) тянуть (на весах), весить(τρίτον ἡμιτάλαντον Her.; τὰ πλεῖον ἕλκοντα βαρύτερα νομίζεται Plat.)
ἑ. μεῖζον βάρος Arst. — весить больше20) med. вырывать у себя(χαίτας ἐκ κεφαλῆς Hom.)
21) тянуть (с чем-л.), затягивать(ἥ εὐωχία ἑλκυσθεῖσα Polyb.; τὸν χρόνον Plut.)
λέγεται τέν σύστασιν ἐπὴ τοσοῦτο ἑλκύσαι Her. — настолько, говорят, затянулось сражение22) (для выигрыша времени) беспрестанно придумывать(πάσας προφάσεις Her.; πᾶν πρᾶγμα καὴ κατηγορίαν Polyb.)
23) плясать(κόρδακα Arph.)
-
6 ελκω
ἕλκω, ἑλκύω(impf. εἷλκον - эп. ἕλκον, fut. ἕλξω, aor. εἷλξα - поэт. ἕλξα, преимущ. εἵλκῠσα; pass.: fut. ἑλχθήσομαι, aor. εἵλχθην)1) тянуть, тащить, волочить(Ἕκτορα περὴ σῆμα, sc. Πατρόκλου Hom. и περὴ τείχη Eur.; τινά τινος Hom., Arph., Luc.; δίκτυον ἐς βόλον Theocr. - ср. 3)
ἀσσοτέρω πυρὸς ἕλκετο δίφρον Hom. — он придвинул свой стул поближе к огню;πόδας ἑ. Theocr. — влачиться, плестись;βίοτον или ζωὰν ἑ. Eur. — влачить жизнь;ὅ μὲν ἔσω ἕλκει τὸ πλῆκτρον, ὅ δὲ ἔξω ὠθέει Her. — один тянет рулевое весло на себя, другой толкает его от себя;ἄνω κάτω τοὺς λόγους ἑ. Plat. — рассуждать и так и этак (и вкривь и вкось)2) тянуть, везти(ἡμίονοι ἕλκον ἀπήνην Hom.)
τῶν νεῶν τινας ἀναδούμενοι εἷλκον Thuc. — привязав некоторые из кораблей к своим, они потянули их на буксире3) вытаскивать, извлекать(ὀϊστὸν ἐκ ζωστῆρος, med. ξίφος ἐκ κολεοῖο Hom.; ἔγχος ἐπί τινι Eur.; sc. δίκτυον Arst. - ср. 1)
ἑ. τὰς πλίνθους Her. — выделывать из глины кирпичи4) стаскивать(νῆα εἰς ἅλα Hom.; ἑλκόμενος ἀπὸ τοῦ βήματος Xen.)
5) извлекать, получать6) натягивать, ставить(ἱστία Hom.; ἱστόν τε καὴ ἱστίον HH.)
τάλαντα ἕλκε μέσσα λαβών Hom. — он взял весы и поднял их7) натягивать, напрягать(νευρήν Hom.; τόξον Her., Xen.)
ἑ. ἑαυτόν Plat. — напрягаться, прилагать усилия8) волочить по земле или за собой(τὸ ἱμάτιον Arst.; πέδας Her.)
9) разрывать, растерзывать(ὀνύχεσσι παρειάν Eur.; ὑπ΄ ὄρνιθος ἢ κυνὸς ἑλκυσθῆναι Her.)
10) втягивать, вдыхать(ἀέρα, πνεῦμα Arst.)
11) втягивать, тянуть, пить(μέθυ Eur.)
12) вбирать (в себя), всасывать, поглощать(αἱ ῥίζαι ἕλκουσι τροφήν Arst.; ὅ ἥλιος ἕλκει τὸ ὕδωρ Her. и τὸ ὑγρόν Arst.)
13) сосать(Ἰοκάστης μαστόν Eur.)
14) притаскивать (в суд), силой приводить(τινὰ κλητεύσοντα Arph.)
15) утаскивать, похищать(ἕλξειν καὴ ὑβριεῖν τινα Dem.)
16) притягивать, привлекать(ὥστε Μαγνῆτις λίθος Eur.; ἐχθροὺς ἐφ΄ ἑαυτόν Dem.)
17) втягивать, вовлекать(τινὰ ἐφ΄ ἡδονάς, τὰς πολιτείας εἰς τυραννίδας Plat.)
ἕλκεσθαι πρὸς φιλοσοφίαν Plat. — быть увлеченным философией18) совращать(τέν παιοίσκην Lys.)
19) тянуть (на весах), весить(τρίτον ἡμιτάλαντον Her.; τὰ πλεῖον ἕλκοντα βαρύτερα νομίζεται Plat.)
ἑ. μεῖζον βάρος Arst. — весить больше20) med. вырывать у себя(χαίτας ἐκ κεφαλῆς Hom.)
21) тянуть (с чем-л.), затягивать(ἥ εὐωχία ἑλκυσθεῖσα Polyb.; τὸν χρόνον Plut.)
λέγεται τέν σύστασιν ἐπὴ τοσοῦτο ἑλκύσαι Her. — настолько, говорят, затянулось сражение22) (для выигрыша времени) беспрестанно придумывать(πάσας προφάσεις Her.; πᾶν πρᾶγμα καὴ κατηγορίαν Polyb.)
23) плясать(κόρδακα Arph.)
-
7 παυω
(fut. παύσω и παύσομαι; aor. ἔπαυσα - эп. παῦσα, conjct.: 3 л. sing. παύσῃ - эп. παύσῃσι, 1 л. pl. παύσωμεν - эп. παύσομεν; pf. πέπαυκα; fut. 3 πεπαύσομαι; pass.: fut. παυθήσομαι, aor. ἐπαύθην - реже ἐπαύσθην, pf. πέπαυμαι)1) сдерживать, обуздывать, укрощать, смирять(ἄγριον ἄνδρα Hom.)
ἐπαύσατο, χωόμενός περ Hom. — (Зевс) сдержался, хотя и был разгневан;π. ῥαψῳδοὺς ἀγωνίζεσθαι Her. — запретить рапсодам состязания;π. τινὰ τῆς βοῆς Soph. — помешать кому-л. кричать;π. τινὰ μέ προδέρκεσθαι μόρον Aesch. — заставить кого-л. не думать о предстоящей смерти2) останавливать, прерывать, заставлять умолкнуть(ἐνθέους γυναῖκας Soph.)
Μαρδόνιος ἐπέπαυτο Her. — Мардоний умолк;παῦσαι τόξον Hom. — отложить лук в сторону3) подавлять, приканчиватьπεπαύμεθ΄ ἡμεῖς, οὐχ ὅπως σὲ παύσομεν Soph. — мы (сами) погибли и (следовательно) не сможем погубить тебя (слова Электры, обращенные к матери)
4) прекращать, унимать, успокаивать(πόλεμον, νεῖκος Hom.; λύπας ᾠδαῖς, π. πόντου σάλον Eur.)
π. τοὺς γαμους Soph. — предотвращать женитьбу;ταῦτ΄ εἰπὼν τότε μὲν ἔπαυσε λόγον Xen. — сказав это, он умолк;π. ὀδυνάων Hom. — утолять боли;γελῶντας ἐχθροὺς παύσομεν Soph. — мы прекратим ликование врагов;παύεσθαι τῆς ὀργῆς Lys. — унять свой гнев;med.-pass. — прекращаться, утихать (αἷμα ἐπαύσατο Hom.; καὴ ἐπαύσαντο, sc. ὅ ἄνεμος καὴ ὅ κλύδων NT.)5) удерживать(τινὰ μάχης Hom.; τέν γλῶσσαν ἀπὸ κακοῦ καὴ χείλη τοῦ μέ λαλῆσαι δόλον NT.)
6) смещать, отстранять(τινὰ τῆς βασιλείας Her.)
στρατηγοῦντά τινα π. Dem. — отстранить кого-л. от командования7) спасать, избавлять(ἐκ κακῶν τινα Soph.)
; med.-pass. избавляться(ἐκ μεγάλων ἀχέων Arph.)
8) переставать(παῦε ὀρχούμενος Arph.; παῦε, μέ λέξῃς πέρα Soph.)
παῦε τοῦ λόγου! Arph. — довольно слов!, замолчи!;παύεται διψῶν Xen. — у него больше нет жажды;πέπαυμαι λέγων Plat. — я кончил говорить
См. также в других словарях:
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
τερμίτες — (termites). Τάξη εντόμων, που χαρακτηρίζεται από τον τρόπο ζωής και από την αρκετά περίπλοκη κοινωνική οργάνωση. Ανήκει στην οικογένεια των τερμιτιδών. Οι τ. παρουσιάζουν αξιοσημείωτο πολυμορφισμό: γενικά κάθε γένος περιλαμβάνει γόνιμες τάξεις,… … Dictionary of Greek
γοργόνα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται και με το όνομα Γοργώ. Στην ελληνική μυθολογία, η Γοργώ είναι το φοβερό, δαιμονικό τέρας, η κόρη της Γαίας. Στην παλαιότερη εκδοχή του μύθου αναφέρεται ότι κατά τη Γιγαντομαχία, η Γαία, για να βοηθήσει τους γιους… … Dictionary of Greek
Βελισάριος — I (Θράκη 505 – Κωνσταντινούπολη 565 μ.Χ.).Στρατηγός του Βυζαντίου. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς της πρώτης βυζαντινής περιόδου. Άρχισε τη σταδιοδρομία του ως μέλος της φρουράς του Ιουστινιανού και ανέβηκε στους ανώτατους… … Dictionary of Greek
Κοντογιάννης — Επώνυμο οικογένειας εθνικών αγωνιστών. Η καταγωγή τους ήταν αρβανιτοβλαχική, αλλά η οικογένεια είχε εγκατασταθεί στον Βάλτο της Ακαρνανίας και εξελληνίστηκε. 1. Βαγγέλης (1800 – 1875). Γιος του Μήτζιου Κ. (βλ. 5.). Ως οπλαρχηγός έλαβε μέρος σε… … Dictionary of Greek
Codex Bezae — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 05 A sample of the Greek text from the Codex Bezae … Wikipedia
αγριόχοιρος — Αρτιοδάκτυλο, όχι μηρυκαστικό, της υπόταξης των συομόρφων. Ο α. ο κοινός,το πιο συνηθισμένο είδος, ζει στα δάση της Ευρώπης (στην Ελλάδα συναντάται σε Θράκη, Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και σπανιότερα στη Στερεά), σε ένα τμήμα της Ασίας (μέχρι… … Dictionary of Greek
Ειρήνη η Αθηναία — (750; – 802). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου (797 802), σύζυγος του Λέοντα Δ’ του Χάζαρου (775 780) και μητέρα του Κωνσταντίνου ΣΤ’, τον οποίο ο Λέων είχε ανακηρύξει συμβασιλέα του λίγο πριν πεθάνει. Η Ε. κυβέρνησε το κράτος στο όνομα του γιου της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek