-
1 Break
v. trans.Shiver: P. and V. συντρίβειν (Eur., Cycl.), Ar. and V. θραύειν (also Plat. but rare P.), V. συνθραύειν, συναράσσειν, ἐρείκειν, P. διαθραύειν (Plat.); see Shatter.Transgress: P. and V. παραβαίνειν, συγχεῖν, ὑπερβαίνειν, P. λύειν, ὑπερπηδᾶν, διαλύειν, παρέρχεσθαι, V. ὑπερτρέχειν, παρεξέρχεσθαι.Be shivered: Ar. and V. θραύεσθαι (also Plat. but rare P.), V. συνθραύεσθαι (also Xen.), διαρραίεσθαι.Of day, to dawn: P. ὑποφαίνειν.The left wing at once broke and fled: P. τὸ εὐώνυμον κέρας εὐθὺς ἀπερραγὲν ἔφυγε (Thuc. 5, 10).When they saw their line broken and not cosily brought into order: P. ὡς ἑώρων σφίσι τὸ στράτευμα διεσπασμένον τε καὶ οὐ ῥᾳδίως συντασσόμενον (Thuc. 6, 98).The ranks broke: P. ἐλύθησαν αἱ τάξεις (Plat., Laches. 191C).Be broken in health: P. ἀποθρύπτεσθαι, διαθρύπτεσθαι.Be broken in spirit: P. ἐπικλασθῆναι (aor. pass. ἐπικλᾶν), P. and V. ἡσσᾶσθαι.Have one's collar-bone broken: P. τὴν κλεῖν κατεαγέναι (Dem. 247).I hove got my head broken: V. τὸ κράνιον... κατέαγα (Eur., Cycl. 683).Break one's neck: Ar. and P. ἐκτραχηλίζεσθαι.Break camp: P. ἀνιστάναι τὸ στρατόπεδον; see under Camp.Break away, v. intrans.: see Escape.A bridge: P. λύειν.Be unmanned: P. ἐπικλασθῆναι (aor. pass. ἐπικλᾶν); see under Unman.Fall short: P. and V. ἐλλείπειν.Fail, not succeed: P. and V. οὐ προχωρεῖν.Break forth: see break out.Break in, tame: V. δαμάζειν, πωλοδαμνεῖν.Newly broken in: V. νεοζυγής.Break in, interrupt talk, v. intrans.: P. ὑπολαμβάνειν.Break into ( of attack), v. trans.: P. and V. εἰσβάλλειν (εἰς, acc.; V. also acc. alone), εἰσπίπτειν (εἰς, acc.; V. also acc. alone); see burst into.Break loose, v.: see Escape.Break short off: P. and V. ἀπορρηγνύναι, ἀποκαυλίζειν, P. ἀνακλᾶν, κατακλᾶν, Ar. and V. ἀποθραύειν, Ar. συγκλᾶν.Break off, v. intrans.: use pass. of trans. verbs.Of war, etc.: Ar. and P. συνίστασθαι, καθίστασθαι, P. συνερρωγέναι (perf. of συρρηγνύναι), V. ἀναρρηγνύναι, ἐκρηγνύναι (or pass.), ἐρρωγέναι (perf. of ῥηγνύναι), Ar. καταρρήγνυσθαι.The plague broke out there too and caused much trouble to the Athenians: P. ἐπιγενομένη ἡ νόσος καὶ ἐνταῦθα δὴ πάνυ ἐπίεσε τοὺς Ἀθηναίους (Thuc. 2, 58).Break out into eruptions ( of the skin): P. ἕλκεσιν ἐξανθεῖν (Thuc. 2, 49; cf. also Soph., Trach. 1089).Break through, v. trans.: P. διακόπτειν, a wall, etc. P. διαιρεῖν.V. intrans.: see Escape.Break with, rid oneself of, v.: P. and V. ἀπαλλάσσεσθαι (pass.) (gen.).Stand aloof from: P. and V. ἀφίστασθαι (gen.).——————subs.Pause: P. and V. ἀνάπαυλα, ἡ, παῦλα, ἡ.Respite: P. and V. ἀναπνοή, ἡ, V. ἀμπνοή, ἡ.Division: P. διαφυή, ἡ.Fracture: P. ῥῆγμα, τά. See also gap.Without a break: see Continuously.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Break
-
2 Incline
v. trans.Incline the head: V. νεύειν κάρα.Think of something else in the way of weighty words to incline the scale your way: Ar. ἕτερον αὖ ζήτει τι τῶν βαρυστάθμων ὅτι σοι καθέλξει (Ran. 1397).Dispose ( favourably or otherwise): P. διατιθέναι.V. intrans. P. and V. κλίνεσθαι, ῥέπειν.Inclining as in a balance to the side of profit: P. ὥσπερ ἂν εἰ ἐν τρυτάνῃ ῥέπων ἐπὶ τὸ λῆμμα (Dem. 325).Of disposition, incline towards: P. ἀποκλίνειν πρός (acc.), or εἰς (acc.); see under Inclined.Till this day heaven is favourably inclined: V. ἐς τόδʼ ἦμαρ εὖ ῥέπει θεός (Æsch., Theb. 21).Be inclined to, be naturally disposed to: P. and V. φύεσθαι (infin.).Be willing to: P. and V. βούλεσθαι (infin.).Mean to: Ar. and P. διανοεῖσθαι (infin.).They were less inclined to come to terms with the Athenians: P. πρὸς τοὺς Ἀθηναίους ἧσσον εἶχον τὴν γνώμην ὥστε συμβαίνειν (Thuc. 3, 25).——————subs.Declivity: V. κλιτύς, ἡ.On an incline, sloping: use adj., P. ἐπικλινής; see Sloping.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Incline
-
3 Prejudice
v. trans.Dispose favourably: P. εὖ διατιθέναι.Dispose unfavourably: P. κακῶς διατιθέναι.Be prejudiced favourably: P. εὖ διακεῖσθαι.Be prejudiced unfavourably: P. κακῶς διακεῖσθαι.Hermocrates, wishing to prejudice them against the Athenians, spoke as follows: P. ὁ Ἑρμοκρατὴς... βουλόμενος προδιαβαλεῖν τοὺς Ἀθηναίους ἔλεγε τοιάδε (Thuc. 6, 75).——————subs.In favour of (a person or thing); P. and V. εὔνοια, ἡ.Dislike: P. and V. φθόνος, ὁ.Create a prejudice against: P. φθόνον συνάγειν (dat.).Injury: P. and V. βλαβή, ἡ; injury.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prejudice
-
4 Prey
subs.Booty: P. and V. λεία, ἡ, ἁρπαγή, ἡ.Quarry: P. and V. ἄγρα, ἡ, (Plat. but rare P.), ἄγρευμα, τό (Xen.), θήρα, ἡ (Xen.), V. θήραμα, τό.A prey for ( generally of persons): V. σκῦλον, τό (dat.), ἕλωρ, τό (dat.), ἁρπαγή, ἡ (gen. or dat.), ἕλκημα, τό (gen.), διαφθορά, ἡ (dat.).Victim to be devoured: Ar. and V. φορβή, ἡ (dat.), V. θοίνη, ἡ (dat.), θοινατήριον, τό (dat.); see under Food.Be troubled by: P. and V. νοσεῖν (dat.).A prey to: use adj., P. and V. σύνοικος (dat.) (Plat.).They were ruined by falling a prey to personal quarrels: P. ἐν σφίσι κατὰ τὰς ἰδίας διαφορὰς περιπεσόντες ἐσφάλησαν (Thuc. 2, 65).They thought that the Athenians being engaged in double war both against them and the Sicilian Greeks would fall an easier prey: P. τοὺς Ἀθηναίους ἐνόμιζον διπλοῦν τὸν πόλεμον ἔχοντας πρός τε σφᾶς καὶ Σικελιώτας εὐκαθαιρετωτέρους ἔσεσθαι (Thuc. 7, 18).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Prey
-
5 Reprisal
subs.Vengeance: P. and V. τιμωρία, ἡ, τίσις, ἡ, V. ποινή, ἡ, or pl. (rare P.), ἄποινα, τά (rare P.), ἀντίποινα, τά.Right of public reprisal ( by seizing goods): P. σῦλαι, αἱ, σῦλα, τά (see Dem. 931).They gave the Lacedaemonians a more plausible pretext for making reprisals on the Athenians: P. τοῖς Λακεδαιμονίοις εὐπροφάσιστον μᾶλλον τὴν αἰτίαν εἰς τοὺς Ἀθηναίους τοῦ ἀμύνεσθαι ἐποίησαν (Thuc. 6, 105).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reprisal
-
6 Shift
subs.Shifts, evasions: P. and V. στροφαί, αἱ, P. διαδύσεις, αἱ, ἐκδύσεις, αἱ.——————v. trans.Move: P. and V. κινεῖν.Transfer: P. and V. μεταστρέφειν, μεθιστάναι, μεταφέρειν, V. μεταίρειν, P. περιιστάναι; see Transfer.Thinking that the guilt, which had been due to their sin before, had been shifted again to the Athenians; P. νομίσαντες τὸ παρανόμημα ὅπερ καὶ σφίσι πρότερον ἡμάρτητο αὖθις εἰς τοὺς Ἀθηναίους... περιεστάναι (Thuc. 7, I8).V. intrans. Change: P. and V. μεταστρέφεσθαι, μεθίστασθαι, μεταπίπτειν, P. περιίστασθαι; see Change.Change places: P. μετακεῖσθαι.Shift one's quarters: P. μετανίστασθαι, P. and V. μεθίστασθαι, ἀνίστασθαι, ἐξανίστασθαι, V. μετοικεῖν; see Move.At sea: P. μεθορμίζεσθαι.Shift about: P. and V. στρέφεσθαι.Shift one's ground: P. μεταβαίνειν (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shift
См. также в других словарях:
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… … Dictionary of Greek
όλυνθος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Στρυμόνα, βασιλιά της Θράκης. Ενώ κυνηγούσε, τον κατασπαράξανε λιοντάρια. 2. Γιος του Ηρακλή και της Βολίας, από τον οποίο πήρε την ονομασία της μια πόλη της Χαλκιδικής. 3. Άλλος γιος του Ηρακλή, από τον… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Πλαταιές — I Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, στα σύνορα με την Αττική, μεταξύ των βόρειων κλιτύων του Κιθαιρώνα και του ποταμού Ασωπού. Από τα λίγα ευρήματα προκύπτει ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί από την προϊστορική εποχή. Στους ιστορικούς χρόνους, οι Π.… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek
μέτοικος — Στην αρχαία Αθήνα μ. ονομάζονταν οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι, ελληνικής ή βαρβαρικής καταγωγής, που δεν είχαν τα πολιτικά δικαιώματα των Αθηναίων. Οι μ. έλεγχαν το εμπόριο και τη βιοτεχνία, ενώ συνετέλεσαν καθοριστικά στην οικονομική άνθηση… … Dictionary of Greek
Λεωτυχίδας ή Λευτυχίδας — (; – 469; π.Χ.). Βασιλιάς της Σπάρτης (491 476; π.Χ.). Καταγόταν από το γένος των Ευρυπωντιδών και διαδέχθηκε στον θρόνο τον Δημάρατο με τη βοήθεια του Κλεομένη. Ο Λ. ήθελε να εκδικηθεί τον Δημάρατο για λόγους ερωτικής αντιζηλίας και ορκίστηκε… … Dictionary of Greek
Αίγινα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μια από τις 12 κόρες του Ασωπού, μητέρα του Αιακού, πρώτου βασιλιά του νησιού Αίγινα. Άποψη της Παλαιοχώρας στην Αίγινα, μιας περιοχής με εκκλησίες και μοναστήρια, τα περισσότερα κατάλοιπα της εποχής των πειρατικών επιδρομών … Dictionary of Greek