-
1 ξυγχεω
(impf. συνέχεον - эп. σύγχεον, aor. συνέχεα - эп. σύγχεα и συνέχευα)1) сливать воедино, соединять(τὰ διακεκριμένα Plat.)
2) смешивать(τὰς ψήφους Isae.)
3) приводить в замешательство, спутывать(τὰς τάξεις Polyb.)
4) запутывать, спутывать(τοὺς στήμονας Plat.)
ἡνία σύγχυτο Hom. — поводья спутались;ἥ φωνέ συγκεχυμένη Diod. — нечленораздельные звуки5) разрушать, уничтожать(τοὺς τάφους Her.; δῶμα Eur.; συγχεῖ πανθ΄ ὅ χρόνος Soph.)
6) сводить на нет, делать напрасным(πολὺν κάματον Hom.)
7) стирать, изглаживать(τὰ γράμματα Eur.)
συγκεχυμένον μέλαν Arst. — полустертое черное пятно8) смущать, ставить в тупик(θυμόν Hom.; τινά Her.; σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο Hom.)
τί συγχυθεῖσ΄ ἕστηκας ; Eur. — отчего ты в смущении остановилась?9) нарушать(ὅρκους Eur.; τὰ νόμιμα Her.)
10) расстраивать, потрясать, подрывать(τέν πολιτείαν Dem.)
11) опрокидывать, переворачивать(ἄνω κάτω τὰ πάντα Eur.)
12) разжигать, возбуждать(πόλεμον Polyb.; τὸν ὄχλον NT.)
-
2 συγχεω
(impf. συνέχεον - эп. σύγχεον, aor. συνέχεα - эп. σύγχεα и συνέχευα)1) сливать воедино, соединять(τὰ διακεκριμένα Plat.)
2) смешивать(τὰς ψήφους Isae.)
3) приводить в замешательство, спутывать(τὰς τάξεις Polyb.)
4) запутывать, спутывать(τοὺς στήμονας Plat.)
ἡνία σύγχυτο Hom. — поводья спутались;ἥ φωνέ συγκεχυμένη Diod. — нечленораздельные звуки5) разрушать, уничтожать(τοὺς τάφους Her.; δῶμα Eur.; συγχεῖ πανθ΄ ὅ χρόνος Soph.)
6) сводить на нет, делать напрасным(πολὺν κάματον Hom.)
7) стирать, изглаживать(τὰ γράμματα Eur.)
συγκεχυμένον μέλαν Arst. — полустертое черное пятно8) смущать, ставить в тупик(θυμόν Hom.; τινά Her.; σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο Hom.)
τί συγχυθεῖσ΄ ἕστηκας ; Eur. — отчего ты в смущении остановилась?9) нарушать(ὅρκους Eur.; τὰ νόμιμα Her.)
10) расстраивать, потрясать, подрывать(τέν πολιτείαν Dem.)
11) опрокидывать, переворачивать(ἄνω κάτω τὰ πάντα Eur.)
12) разжигать, возбуждать(πόλεμον Polyb.; τὸν ὄχλον NT.)
-
3 συγχοω...
συγχόω...συγχώννυμι, συγχόω(fut. συγχώσω; pf. pass. συγκέχωσμαι)1) засыпать землей, заваливать(τοὺς τάφους, τὰ ὕδατα Her.)
2) насыпать, возводить(τὸ μνῆμα Plut.)
3) зарывать, хоронить(τοὺς νεκροὺς εἰς τὸ φρέαρ Plut.)
4) срывать, разрушать5) смешиватьσ. κῦμα πόντου τῶν τ΄ ἄστρων διόδους Aesch. — смешивать морские валы с путями звезд, т.е. ставить весь мир вверх дном
-
4 συγχωννυμι
συγχώννυμι, συγχόω(fut. συγχώσω; pf. pass. συγκέχωσμαι)1) засыпать землей, заваливать(τοὺς τάφους, τὰ ὕδατα Her.)
2) насыпать, возводить(τὸ μνῆμα Plut.)
3) зарывать, хоронить(τοὺς νεκροὺς εἰς τὸ φρέαρ Plut.)
4) срывать, разрушать5) смешиватьσ. κῦμα πόντου τῶν τ΄ ἄστρων διόδους Aesch. — смешивать морские валы с путями звезд, т.е. ставить весь мир вверх дном
-
5 κυλινδω
атт. κυλινδέω (fut. κυλίσω с ῑ - Anth. тж. κυλινδήσω, aor. ἐκύλῑσα; pass.: aor. ἐκυλίσθην, pf. κεκύλισμαι)1) катить, кружить, крутить(μέγα κῦμα Hom.; θῖνα Soph.; κυλινδομένη φλόξ Pind.; τροχὸς κυλίνδεται Arst.)
νεφέλαι κυλινδόμεναι Arph. — клубящиеся облака2) катать, скатывать(λίθους, ὁλοιτρόχους Xen.; ἐκ δίφρων κυλισθείς Soph.; перен. ἁμέραι κυλινδόμεναι Pind.)
πέδονδε κυλίνδετο λᾶας Hom. — камень (Сизифа) скатывался на равнину;πῆμα κ. τινί Hom. — обрушить беду на кого-л.;κλαίων τε κυλινδόμενός τε Hom. — плача и катаясь (по земле);μεταξύ που κυλίνδεσθαι τοῦ τε ὄντος καὴ τοῦ μέ ὄντος Plat. — болтаться где-то между бытием и небытием3) med. странствовать, бродить(κατὰ τὰς νάπας Xen.; περὴ τὰ μνήματα καὴ τοὺς τάφους Plat.)
ἐλπίδας ἐξ ἐλπίδων κ. Plut. — переходить от надежды к надежде;ἐν δικαστηρίοις κ. Plat. — шататься по судам;τοὔνομά τινος ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται Arph. чьё-л. — имя передается из уст в уста ( точнее носится по рынку)4) pass. досл. валяться, перен. коснеть(ἐν ἀμαθίᾳ Plat.)
κ. ἐν πότοις Plut. — проводить жизнь в пьянстве
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek