Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τοὺς+πόδας

  • 1 Bind

    v. trans.
    P. and V. δεῖν, συνδεῖν, V. ἐκδεῖν.
    Crown, wreathe: Ar. and P. ναδεῖν.
    Fasten: P. and V. συνάπτειν, προσάπτειν, νάπτειν, καθάπτειν (Xen.), Ar. and V. ἐξάπτειν, V. ἐξανάπτειν; see Fasten.
    Make fast: V. ὀχμάζειν, σφίγγειν, κιρκοῦν.
    met., hold together: P. and V. συνδεῖν, συνέχειν.
    Bind round: Ar. and P. περιδεῖν.
    Bind under: Ar. and P. ποδεῖν.
    Bind: see Bandage.
    Put in bonds: P. and V. δεῖν, συνδεῖν, δεσμεύειν (Plat.), πεδᾶν (Plat. but rare P.).
    Bind hand and foot: P. συνδεῖν τους πόδας καὶ τὰς χεῖρας (Plat., Euth. 4C).
    Bind ( by oath): Ar. and P. ὁρκοῦν; see under Oath.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bind

  • 2 Sprain

    v. trans.
    Dislocate: Ar. ἐκκοκκίζειν.
    He has sprained his ankle: Ar. τὸ σφύρον ἐξεκόκκισε Ach. 1179).
    Be sprained: P. διαστρέφεσθαι.
    Have one's feet sprained: V. τοὺς πόδας σπασθῆναι (aor. pass. of σπᾶν) (Eur., Cycl. 638).
    ——————
    subs.
    P. στρέμμα, τό, σπάσμα, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sprain

  • 3 Wrap

    v. trans.
    Fold: V. συμπτύσσειν.
    Encompass: P. and V. περιβάλλειν, Ar. and V. ἀμπέχειν (rare P.), V. περιπτύσσειν, ἀμφιβάλλειν.
    Cover: Ar. and V. καλύπτειν. V. συγκαλύπτειν (rare P.), P. and V. περικαλύπτειν; see Cover.
    Conceal: P. and V. κρύπτειν, ποκρύπτειν; see Conceal.
    Wrap up: Ar. ἐντυλίσσειν.
    Wrapped round, muffled: V. συγκεκλῃμένος (Eur., Hec. 487).
    The legs wrapped in fat: V. κνίσῃ κῶλα συγκαλυπτά (Æsch., P. V. 496).
    The thighs lay outside the fat that had wrapped them: V. μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς (Soph., Ant. 1011).
    Be wrapped in: Ar. and P. ἐγκαλύπτεσθαι (dat.).
    With feet wrapped in felt and sheepskins: P. ἐνειλιγμένος τοὺς πόδας εἰς πίλους καὶ ἀρνακίδας (Plat., Sym. 220B).
    ——————
    subs.
    Cloak: P. ἐφεστρίς, ἡ (Xen.), V. στέγαστρον, τό; see Cloak.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Wrap

См. также в других словарях:

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… …   Dictionary of Greek

  • нога — НОГ|А (641), Ы с. 1.Нога, одна из двух нижних конечностей человека: Кротъко стѹпани‹ѥ› ‹и›мѣ||и ногама своима. поне же на мѣстѣ ст҃ѣмь стаѥши. Изб 1076, 253–253 об.; бѣаше бо по истинѣ чл҃овѣкъ б҃жии трѹды подвиза˫ас˫а дѣла˫а по вс˫а ‹дни› не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Claremont Profile Method — was elaborated by Ernst Cadman Colwell and his students. Professor Frederik Wisse attempted to establish an accurate and rapid procedure for the classification of the manuscript evidence of any ancient text with large manuscript attestation, and… …   Wikipedia

  • Papyrus 98 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 98 …   Deutsch Wikipedia

  • PENINIM — vox Hebr. Gap desc: Hebrew, Proverb. c. 3. v. 15. Est pretiosior τοῖς Peninim, c. 8. v. 11. Melior est sapientia τοῖς Peninim. c. 20. v. 15. Aurum et Peninim abunde sunt, sed labra erudita sunt rara suppellex, notat Margaritas, Chaldaeo, et R.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… …   Dictionary of Greek

  • στερεώνω — στερεῶ, όω, ΝΜΑ και στεριώνω Ν, και στερρῶ, όω Α [στερεός / στερρός / στέριος] 1. καθιστώ κάτι στερεό, σταθερό (α. «στερεώνω τον τοίχο» β. «στερεοῡν τοὺς πόδας», Ξεν.) 2. συνεκδ. α) καθιστώ κάτι ισχυρό, ενισχύω («βουλόμενοι διὰ πόνων καὶ ἱδρῶτος… …   Dictionary of Greek

  • χρήμα — Είναι το μέσο που χρησιμεύει ως κοινό μέσο ανταλλαγής και πληρωμών. Σε αυτό βασίζεται η λειτουργία του μηχανισμού των τιμών, που κατευθύνει την παραγωγή και την κατανάλωση, και γι’ αυτό ακριβώς το χ. αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις έννοιες της… …   Dictionary of Greek

  • διαστρέφω — (AM διαστρέφω) 1. στρέφω κάτι προς διάφορες κατευθύνσεις. 2. αλλοιώνω, παραμορφώνω, διαστρεβλώνω 3. (με ηθική έννοια) διαφθείρω, καταστρέφω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) διαστρεμμένος και διεστραμμένος (για ανθρ.) διεφθαρμένος ή ανώμαλος …   Dictionary of Greek

  • επιχωρώ — ἐπιχωρῶ, έω (Α) 1. υποχωρώ, ενδίδω (τὸ μὴ ἐπιχωρεῑν τοῑς ἀπιστοῡσιν τάδε», Σοφ.) 2. παραχωρὼ σε κάποιον («ὡς δὲ πάντα οἱ ἐπεχώρησαν, ἀνέζευξεν ἐς Πέργην», Αρρ.) 3. δίνω την άδεια 4. συγχωρώ («ἔνια τῶν πρὸς ἡδονὴν αὐτῷ καὶ δόξαν ἐπιχωρεῑν»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»