-
1 περίοικος
περίοικος, ον,A dwelling round,οἱ π. Λίβυες Hdt.4.159
; οἱ π. neighbours, Id.1.166, 175, Ephipp.5.6 ; ἡ π. (sc. χώρα) LXX Ge.19.25 ; τὸ π. τοῦ Ἰορδάνου ib.3 Ki.7.33(46); τὰ π. the neighbouring countries, App.Mith. 112, Hdn.6.2.1.II in Laconia, οἱ π. the inhabitants of the towns dependent on Sparta, Hdt.6.58,9.11, Th.1.101, etc.; also in Crete, Arist.Pol. 1271b30 ; at Argos, ib. 1303a8 : hence generally, dependent, subject, ;ἐξὸν.. ἅπαντας τοὺς βαρβάρους περιοίκους τῆς Ἑλλάδος καταστῆσαι Isoc.4.131
.III geographically, περίοικοι, οἱ, those who live on the same parallel of latitude as ourselves but 180<*> East or West of us, opp. ἄντοικοι (v. Addenda), ἀντίποδες (qq. v.). Gem.16.1, Cleom.1.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίοικος
См. также в других словарях:
περίοικος — ο / περίοικος, ον, ΝΜΑ (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι περίοικοι α) οι γείτονες (α. «ενοχλείτε τους περιοίκους με τους θορύβους σας» β. «καὶ πάντες οἱ περίοικοι τῶν δύο βασιλείων», Διήγ. Αχιλλ. γ. «ἔφερον τοὺς περιοίκους ἅπαντας», Ηρόδ.) β) i) (στον… … Dictionary of Greek
Παρθενίαι (-ες) — Ονομασία που έδιναν στη Σπάρτη στους νέους που είχαν γεννηθεί στη διάρκεια του πρώτου Μεσσηνιακού πολέμου. Εκείνη την εποχή, για να μην ελαττωθεί ο δωρικός πληθυσμός, οι βασιλιάδες της Σπάρτης έδωσαν την άδεια στις Σπαρτιάτισσες να συνάψουν… … Dictionary of Greek
οπλίτης — Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… … Dictionary of Greek
Ηλεία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.681 τ. χλμ., 193.288 κάτ.) της βορειοδυτικής Πελοποννήσου που υπάγεται στην περιφέρεια Δυτικής Ελλάδος. Συνορεύει Β με τον νομό Αχαΐας, Α με τον νομό Αρκαδίας, Ν με τον νομό Μεσσηνίας και Δ βρέχεται από το … Dictionary of Greek
έφοροι — Συμβούλιο των ανώτατων αρχόντων της αρχαίας Σπάρτης. Ο θεσμός υπήρχε και σε άλλες δωρικές πόλεις, όπως η Θήρα, η Κυρήνη, η Μεσσήνη και η Ηράκλεια της Ιταλίας. Οι έ., πού ήταν συνολικά πέντε, ασκούσαν συλλογικά τα καθήκοντά τους (συναρχία), είχαν… … Dictionary of Greek
около — (228) нар. и предл. I. Нар. 1.Кругом, вокруг: ижьже ˫а || пламень ѡколо. ПрЛ 1282, 96б–в; пришьд же ѥфиѡпъ… въсъхыти андрѣ˫а. и нача имъ вѣртѣти на многъ ча(с)… || …вьртiм же ѡколо андрѣи. сътрѧсъсѧ запѧ ѥмѹ ногѹ. Пр 1313, 45а–б; и ѡбиступиша ˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek