Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τοὺς+παρ'+αὐτοῠ

  • 1 υπολαμβανω

        1) подхватывать, брать на себя
        

    δελφῖνα λέγουσιν ὑπολαβόντα αὐτὸν ἐξενεῖκαι ἐπὴ Ταίναρον Her. — говорят, что дельфин, приняв (Ариона) на себя, доставил его к Тенару;

        ἄγειν αὐτὸν τέν αὐλητρίδα ὑπολαβοῦσαν Plat. (я видел), как его вела поддерживавшая (его) флейтистка

        2) подпирать
        

    (τι Her.)

        3) схватывать, уносить прочь
        4) тайком захватывать
        

    (Κέρκυραν, τὰ ὅπλα Thuc.)

        ὑπολαβεῖν τι ὑπὸ τὸ αὑτοῦ ἱμάτιον Plut.схватить что-л. и спрятать под плащом

        5) охватывать, овладевать, застигать
        

    (ὑπὸ τρόμος ἔλαβε γυῖα Hom.; μανίη νοῦσος ὑπέλαβε αὐτόν Her.)

        λοιμὸς ὑπολαβὼν ἀπήνεικέ τινα Her.чума унесла кого-л.;
        τὰς ναῦς ὑπολαβόντες ἔκοπτον Thuc. — напав врасплох на корабли, они повредили (их);
        δυσχωρία τε καὴ στενοπορία ὑπελάμβανεν αὐτούς Xen. — они попали в труднопроходимые места;
        αὐτὰ ὑπολαμβάνοντες ἐμεγάλυνον Thuc. — ухватившись за эти (обвинения), они раздули (их)

        6) перехватывать, сманивать
        7) непосредственно следовать, тотчас же наступать
        

    μετὰ ταῦτα ἥ ναυμαχία ὑπολαβοῦσα Her.последовавшее за этим морское сражение

        8) принимать у себя
        9) внимательно выслушивать, принимать
        ὑπόλαβε τὸν λόγον Her.прими совет

        10) воспринимать, понимать, полагать
        

    ὀρθῶς ὑ. Plat. — правильно понимать;

        ὑ. τι ὡς ὄν Plat. — разуметь нечто как сущее, т.е. как таковое;
        τί οὖν αἴτιον εἶναι ὑπολαμβάνω ; Plat. — в чем тут, на мой взгляд, причина?;
        ἀδύνατον ταὐτὸν ὑ. εἶναι καὴ μέ εἶναι Arst. — невозможно считать одно и то же (одновременно) существующим и несуществующим;
        τοιοῦτος ὑπολαμβανόμενός (εἰμι) οἷον ἂν παρ΄ ἑτέρων ἀκούσωσιν Isocr. — обо мне думают так, как слышат от других, т.е. судят по наслышке;
        πάντα τὸν αὐτὸν τρόπον ὑποληπτέον Plat. — таким же образом приходится думать обо всем;
        πολὺ τἀναντία ὑπειλημμένον Dem. — совершенно противоположное мнение;
        ἐλάττων τοῦ ὑπειλημμένου Dem. — меньший, чем полагают;
        τὸ ὑποληφθέν Men.предположение

        11) прерывать, перебивать
        

    μεταξὺ ὑπολαβὼν ἔλεξε или ἔτι λέγοντος αὐτοῦ ὑπολαβὼν εἶπε Xen.он перебил его (следующими) словами

        12) возражать, отвечать, указывать в ответ
        

    ἃ πρὸς τούτους ὑπολαμβάνοιτ΄ ἂν εἰκότως Dem. (вот) что вы должны возразить им;

        ἐὰν ἀπολογίᾳ τινὴ χρῆται, ὑ. χρέ εἰ … Lys.если он сошлется на что-л. в свою защиту, нужно спросить (его), не …ли …

        13) сдерживать
        

    (ἐν ταῖς στροφαῖς, sc. ἵππον Xen.)

    Древнегреческо-русский словарь > υπολαμβανω

См. также в других словарях:

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

  • Максим I Киник — В Википедии есть статьи о других людях с именем Максим. Максим I Киник Μάξιμος Α΄ ο Κυνικός 34 й архиепископ Константинопольский начало лета 3 …   Википедия

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • παραμύθι — Λαϊκή διήγηση στην οποία προέχει το θαυμαστό και το φανταστικό και που έχει για πρωταγωνιστές όντα υπεράνθρωπα, νεράιδες, στρίγκλες, μάγους, δράκους, γίγαντες και, οπωσδήποτε, πρόσωπα ικανά, μέσω μαγικών αντικειμένων ή προσωπικής δύναμης, για… …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… …   Православная энциклопедия

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • Ικαρία — I Αρχαίος δήμος της Αττικής, τον οποίο έχτισε ο επώνυμος ήρωας και βασιλιάς Ικάριος ή Ίκαρος. Η θέση όπου βρισκόταν ο δήμος αυτός αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές που διεξήγαγε το 1888 η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή. Βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»