-
1 ἐπι-τέμνω
ἐπι-τέμνω (s. τέμνω), auf der Oberfläche einschneiden, ἐπιταμόντες μαχαίρῃ σμικρὸν τοῠ σώματος Her. 4, 70, einen kleinen Einschnitt in den Leib machen; τὸ ἔσω τῶν χειρῶν 3, 8; im med., τοὺς βραχίονας, sich aufritzen, 1, 74; τὴν κεφαλήν, ritzen, Dem. 40, 32, wie Aesch. 2, 93; beschneiden, verschneiden, Theophr.; übertr., abkürzen, zusammenziehen, Plut.; auch med., ἐπιτεμοῦμαι τὴν ἀπολογίαν Luc. pro imag. 16; – τὰς προειρημένας γνώμας, praecidit, machte sie zunicht, Pol. 5, 58, 3; ἐπιτεμέσϑαι, Ael. N. A. 12, 32.
-
2 ἐξ-ωμίς
ἐξ-ωμίς, ίδος, ἡ, ein einfaches Oberkleid od. Unterkleid (vgl. Hesych.) mit keinem, oder nach Schol. Ar. Vesp. 444 mit Einem Aermel (ἑτερομάσχαλα καὶ δουλικὰ ἱμάτια), das Sklaven u. ärmere Bürger trugen, Ar. Eccl. 662. 1021 (nach Suid. εὐτελὴς χιτὼν ἐλευϑέριος οὐκ ἐπισκεπάζων τοὺς βραχίονας; nach Poll. 4, 118 λευκὸς ἄσημος κατὰ τὴν ἀριστερὰν πλευρὰν ῥαφὴν οὐκ ἔχων); auch Lacedämonier, Ael. V. H. 9, 34, u. Einfachheit affectirende Cyniker, Sext. Emp. Pyrrh. 1, 153. Bei den Römern nach Gell. 7, 12 tunica substricta et brevis citra humerum desinens; Plut. Cat. mai. 3 u. a. Sp.
-
3 ἐπιτέμνω
ἐπι-τέμνω, auf der Oberfläche einschneiden, ἐπιταμόντες μαχαίρῃ σμικρὸν τοῠ σώματος, einen kleinen Einschnitt in den Leib machen; τοὺς βραχίονας, sich aufritzen; τὴν κεφαλήν, ritzen; beschneiden, verschneiden; übertr., abkürzen, zusammenziehen; τὰς προειρημένας γνώμας, praecidit, machte sie zunichte -
4 δια-πόπτω
δια-πόπτω, durchhauen, zerschlagen; μοχλόν Thuc. 2. 4; ταῖς ἀξίναις τὰ κλεῖϑρα Xen. An. 7, 1, 17; ofter Pol., z. B. 7, 18. 2; durchbrechen, τὰς τάξεις Xen. An. 1, 8, 10; wie τοὺς πολεμίους Plut. Pelop. 17; Pol. 3. 74. 4; συμμα χίαν, συνϑήκας, brechen, 4, 36. 2. 18, 25, 3; τὰς διαλύσεις, abbrechen, 1, 69, 5; übh. = verwunden; bes. von tiefen Wunden, Medic.; μηροὺς καὶ βραχίονας διακικομμένος Plut. Eum. 7; – trennen, καὶ διΐστη Plut. Pomp. 19. – Auch intr., durchbrechen, Xen. Hell. 7. 5, 23; sich durchschlagen, διακεκοφότας Cyr. 3, 3, 66; vgl. βέλος διακόψαν ἄχρι τοῦ διελϑεῖν Luc. Nigr. 37.
См. также в других словарях:
περικλώ — άω, Α 1. λυγίζω κάτι συστρέφοντάς το και τό σπάζω («τοὺς βραχίονας καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς ἀγκῶνας περιέκλων», ΠΔ) 2. σπάζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («τῷ κράνει περικλᾱν τὸ ξίφος», Πλούτ.) 3. (ιδίως για τον άνεμο που στρέφει τις φλόγες εδώ κι εκεί)… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Σρι Λάνκα — Νησί της Νότιας Ασίας στα Ν της Ινδίας.H Σρι Λάνκα διαιρείται σε 25 επαρχίες: Kολόμπο, Kαμπάχα, Kαρουνγκέλα, Kάντι, Γκάλε, Kαλουτάρα, Pατναπούρα, Tζάφνα, Mατάρα, Kιγκαλί, Aνουρανταπούρα, Mπα(ν)τούλα, Πουτάλαμ, Nουβάρα Eλίγια, Xαμπαντότα, Aμπαράι … Dictionary of Greek
ρήνος — (Rhein γερμανικά, Rhin γαλλικά, Rijn ολλανδικά). Ποταμός της κεντρικής Ευρώπης, που έχει συνολικό μήκος 1326 χλμ. και λεκάνη απορροής 225.000 τ. χλμ. Ο Ρ. είναι ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους ποταμούς της Ευρώπης, φορέας… … Dictionary of Greek
πιάνο — Μουσικό όργανο, ο ήχος του οποίου παράγεται από το χτύπημα των μεταλλικών χορδών με μικρά σφυριά συνδεμένα με μια σειρά από πλήκτρα. Εμφανίστηκε στην ιστορία της μουσικής κατά τις αρχές του 18ου αι. ως τελευταία μεταμόρφωση του κλαβίχορδου και… … Dictionary of Greek
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek
ραδιοαστρονομία — Κλάδος της αστρονομίας, που ασχολείται με τη μελέτη των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών, οι οποίες εκπέμπονται στη συχνότητα των ραδιοκυμάτων από τον Ήλιο, τους αστέρες και τη διαστρική ύλη και που μπορούν να γίνουν αντιληπτές με ραδιοφωνικούς… … Dictionary of Greek