-
1 κιναδος
1) лиса, перен. хитрец, плут Dem.τοὐπίτριπτον (= τὸ ἐπίτριπτον) κ. Soph. и πυκνότατον κ. Arph. — продувная бестия, хитрый плут
2) животное, зверь Democr.
См. также в других словарях:
επίτριπτος — ἐπίτριπτος, ον [επιτριβω] 1. ο τριμμένος από πάνω, ο φθαρμένος εξωτερικά 2. μτφ. αυτός που αξίζει να εξολοθρευτεί 3. μτφ. πανούργος, δόλιος («τοὐπίτριπτον κίναδος ἐξήρου μ’ ὅπου», Σοφ.) 4. (για πράγμ.) τετριμμένος, συνηθισμένος … Dictionary of Greek