-
1 ’νυϊ][/*] επ. του μπάσκετ μπωλ
[μπασναπίσιτς] ουσ. α μυθογράφοςРусско-греческий новый словарь > ’νυϊ][/*] επ. του μπάσκετ μπωλ
-
2 Т, т (те/][/*] δέκατο ένατο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου
[ταμπάκ] ουσ. α καπνόςРусско-греческий новый словарь > Т, т (те/][/*] δέκατο ένατο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου
-
3 фортепьянныйабзтаб[φαρτιπ'γιαννυϊ] εκ. του πιάνου
[φαρτιπ'γιάνα] ουσ. ο. πιάνοРусско-греческий новый словарь > фортепьянныйабзтаб[φαρτιπ'γιαννυϊ] εκ. του πιάνου
-
4 ’νυϊ][/*] επ του μπάσκετ μπωλ
[μπασναπίσιτς] ουσ α μυθογράφος -
5 Т, т (те][/*] δέκατο ένατο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου
[ταμπάκ] ουσ α καπνόςРусско-эллинский словарь > Т, т (те][/*] δέκατο ένατο γράμμα του ρωσικού αλφαβήτου
-
6 фортепьянныйабзтаб[φαρτιπ'γιαννυϊ] επ του πιάνου
[φαρτιπ'γιάνα] ουσ ο πιάνοРусско-эллинский словарь > фортепьянныйабзтаб[φαρτιπ'γιαννυϊ] επ του πιάνου
-
7 his
του -
8 газовый
του αερίουτου φωταερίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > газовый
-
9 горнорудный
του μεταλλωρυχείου, του ορυχείου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горнорудный
-
10 зубной
του οδόντος, του δοντιού, οδοντικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зубной
-
11 леерный
του ρελιού, του χειραγωγού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > леерный
-
12 трансформаторный
του μετασχηματιστήτου μετατροπέαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трансформаторный
-
13 ферментативный
του ένζυμουτου φυράματος, ένζυμος, φυραματικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ферментативный
-
14 автодорожный
του αυτοκινήτουτης κατασκευής και εκμετάλλευσης αυτοκινητοδρόμωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > автодорожный
-
15 басовый
του μπάσου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > басовый
-
16 вакуумный
(του) κενού, αερόκενος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вакуумный
-
17 водородный
(του) υδρογόνουυδρογόνος, υδρογονικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > водородный
-
18 волновой
του κύματος, κυματικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > волновой
-
19 вышивальный
του κεντήματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вышивальный
-
20 глазной
του ματιού, οφθαλμικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глазной
См. также в других словарях:
τού — του , τις any one gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόυ — του , τις any one gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Του Φου — Κινέζος ποιητής της δυναστείας Τ’ανγκ (Τούλινγκ, Σενσί 712 – Λέιγιανγκ, Χουνάν 700). Σύγχρονος του Λι Πο, διεκδικεί από αυτόν την πρώτη θέση στην ιστορία της κινεζικής ποίησης. Εμπνεόμενος από τον κομφουκιανισμό, έγραψε ποιήματα με βαθύ στοχασμό… … Dictionary of Greek
του — το, Ν άκλ. μετρολ. κινεζική μονάδα χωρητικότητας ισοδύναμη με 10 λίτρα … Dictionary of Greek
τού — Α (βοιωτ. τ. ονομ. εν. τής προσ. αντων. β προσ.) βλ. εσύ … Dictionary of Greek
του — τις any one gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐ — ἑ , ἕ masc/fem acc sg (epic) οὐ , οὐ in truth proclitic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοῦ — ὁ lentil masc/neut gen sg τίς gen sg (attic) τις any one gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή. — См. С тобой разговориться, что меду напиться … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… … Dictionary of Greek
ιονισμός (του ατόμου) — Φαινόμενο κατά το οποίο ένα άτομο, αρχικά ουδέτερο, μετατρέπεται σε ένα ιόν, που έχει ένα ή περισσότερα ηλεκτρικά φορτία, καθώς ένας αριθμός ηλεκτρονίων, που περιφέρονταν αρχικά γύρω από τον πυρήνα του, έχει διαφύγει της έλξης και κινούνται,… … Dictionary of Greek