Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τουτῳί

  • 1 Strip

    subs.
    P. τμῆμα, τό, V. σπραγμα, τό, Ar, τόμος, ὁ.
    Hanging themselves with strips made from their clothes: P. ἐκ τῶν ἱματίων παραιρήματα ποιοῦντες ἀπαγχόμενοι (Thuc. 4, 48).
    ——————
    v. trans.
    Bare: P. and V. γυμνοῦν.
    Take clothes off ( from another); Ar. and P. ποδύειν, P. and V. ἐκδύειν;
    (from oneself): Ar. and P. ποδεσθαι, P. and V. ἐκδύεσθαι; see v. intrans.
    Strip ( the dead of arms): P. and V. σκυλεύειν (Eur., Phoen. 1417).
    They bade him strip the rose garden of its buds: P. ἐκέλευον τὴν ῥοδωνίαν βλαστάνουσαν ἐκτίλλειν (Dem. 1251).
    Remove: P. and V. φαιρεῖν, P. περιαιρεῖν.
    Stripped of money and allies: P. περιῃρημένος χρήματα καὶ συμμάχους (Dem. 37).
    He stripped all equally of honour, power and freedom: P. ὁμοίως ἁπάντων τὸ ἀξίωμα, τὴν ἡγεμονίαν, τὴν ἐλευθερίαν περιείλετο (Dem. 246).
    Plunder: P. and V. συλᾶν; see Plunder.
    Empty: P. and V. κενοῦν, ἐρημοῦν, ἐξερημοῦν, ἐκκενοῦν (Plat.), V. ἐκκεινοῦν.
    Strip bare: P. ψιλοῦν, Ar. and V. ποψιλοῦν.
    Deprive: P. and V. ποστερεῖν, στερεῖν, στερίσκειν; see Rob.
    Strip off: P. περιαιρεῖν.
    Strip off the skin: Ar. and P. δέρειν, ποδέρειν (Xen.), P. and V. ἐκδέρειν (Plat.).
    They stripped off the roof: P. τὸν ὄροφον ἀφεῖλον or διεῖλον.
    V. intrans.
    Take one's clothes off: P. and V. ἐκδύεσθαι, γυμνοῦσθαι, Ar. and P. ποδεσθαι.
    Let us strip, sirs, for this business: Ar. ἐπαποδυώμεθʼ, ἄνδρες, τουτῳὶ τῷ πράγματι (Lys. 615).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Strip

См. также в других словарях:

  • τουτωί — οὗτος this neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τουτῳί — οὗτος this masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τούτωι — τούτῳ , οὗτος this masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …   Dictionary of Greek

  • επαποδύω — ἐπαποδύω (Α) 1. γδύνω κάποιον για να αγωνιστεί εναντίον κάποιου άλλου 2. ορίζω, τοποθετώ κάποιον ως αντίπαλο κάποιου άλλου 2. μέσ. ἐπαποδυομαι α) αναλαμβάνω, επιχειρώ, ανασκουμπώνομαι («ἐπαποδυώμεθ ἄνδρες, τουτωὶ τῷ πράγματι», Αριστος).) β)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»