-
21 τότε
тогдатого времени ΤότεΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τότε
-
22 τοτὲ\ μέμ\ τοτὲ\ δέ
то... то... -
23 τότε
тогда, в то время.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τότε
-
24 τότε
[тотэ] επίρ. тогда,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τότε
-
25 τότε
[тотэ] επίρ тогда. -
26 τότε
llavors -
27 τότε ήταν που ...
va ser llavors que... -
28 τότε
тогашГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > τότε
-
29 τότε
1) alors2) ensuite -
30 τότε
1) następnie przysł.2) potem przysł.3) wówczas przysł.4) wtedy przysł.5) zatem spój. -
31 τότε
1) pak2) poté3) potom4) tedy5) tehdy6) tenkrát -
32 τότε
thenΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τότε
-
33 ἔκ-τοτε
-
34 από, από τότε που, εδώ και
-
35 μέχρι τότε
fins aleshores -
36 μέχρι τότε
дотогашГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > μέχρι τότε
-
37 τοθ'
τοτέ, τοτέat times: indeclform (adverb) -
38 τοτ'
τοτέ, τοτέat times: indeclform (adverb) -
39 τό τ'
τότε, τότεat that time: indeclform (adverb) -
40 τό τε
τότε, τότεat that time: indeclform (adverb)
См. также в других словарях:
Τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. — τότε μοι χάνοι ἐρεῖα χθών. См. Чтоб мне сквозь землю провалиться! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τοτέ — at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τότε — at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τότε — ΝΜΑ, και (ε)τότες και (ε)τότενες Ν, και δωρ. τ. τόκα και αιολ. τ. τότα και τύτε Α 1. (συσχετικό προς το πότε, οπότε, ὅτε) σ εκείνο το χρονικό σημείο τού παρελθόντος ή τού μέλλοντος, σ εκείνη την περίσταση (α. «κι οι αντρειωμένοι πήρανε τότες χαρά … Dictionary of Greek
τοτέ — Α επίρρ. ενίοτε, μερικές φορές, άλλοτε μεν άλλοτε δε («ἡ vῡv τοτὲ μὲν κακόφρων τελέθει, τοτὲ δ ἐκ θυσιῶν ἀγανὴ σαίνουσα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τότε με καταβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
τότε(ς) — επίρρ. χρον. 1. εκείνη τη στιγμή, σ΄ εκείνη την περίσταση: Σηκώθηκε τότε και είπε. 2. σ΄ αυτή την περίπτωση, λοιπόν: Αν είναι έτσι, τότε να φύγω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τοθ' — τοτέ , τοτέ at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοτ' — τοτέ , τοτέ at times indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τό τ' — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τό τε — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τότ' — τότε , τότε at that time indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)