Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τον+έκανε

  • 1 вертеть

    верчу, вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. верченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.δ.
    1. μ. στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω•

    вертеть колесо γυρίζω τον τροχό.

    || στρίβω, στρέφω κλωστή κ.τ.τ.
    τρυπανίζω.
    2. μτφ. παίζω στα δάχτυλα, κάνω όπως θέλω κάποιον•

    она -ла мужем как хотела αυτή τον έκανε τον άντρα της όπως ήθελε, τον έπαιζε στα δάχτυλα.

    εκφρ.
    вертеть хвостом – κάνω πονηριές, πονηρεύομαι, μηχανεύομαι•
    как ни -и – να μη έρθουν έτσι τα πράγματα, να μη συμβεί, να μη γίνει.
    1. περιστρέφομαι, γυρίζω.
    2. στριφογυρίζω, περιφέρομαι•

    он –лся около моего дома αυτός στριφογύριζε κοντά στο σπίτι, μου.

    || μτφ. έχω σχέση, σχετίζομαι•

    разговор -лся вокруг η κουβέντα περιστρέφονταν γύρω απο...

    3. (απλ.) αποφεύγω, υπεκφεύγω•

    не -ись, говори правду μη προσπαθείς να ξεφύγεις, λέγε την αλήθεια.

    εκφρ.
    -ится в голове ή на языке – στριφογυρίζει στο μυαλό μου, στο νου μου και δεν μπορώ να το συλλάβω (να το θυμηθώ)•
    вертеть под ногами ή на глазах ή перед глазами – κολλώ σε κάποιον (ενοχλώ με την παρουσία μου)•
    как ни -ись – ό,τι και να κάνεις.

    Большой русско-греческий словарь > вертеть

  • 2 срезать

    ρ.σ.μ.
    1. αποκόπτω, κόβω•

    срезать цветов κόβω λουλούδια•

    срезать провода κόβω τα καλώδια.

    || μειώνω, ελαττώνω•

    срезать ставку περικόπτω το μισθό.

    2. μτφ. σκοτώνω, φονεύω• θερίζω•

    снаряд его -ал τον έκανε κομμάτια το βλήμα.

    || κατασυγκλονίζω, συνταράσσω• καταπτοώ•

    новое несчастье -ло е το καινούριο δυστύχημα την κατασυγκλόνησε.

    3. μτφ. διακόπτω (ομιλούντα) • συγχύζω.
    4. (απλ.) απορρίπτω (κόβω) στις εξετάσεις•

    его -ал преподаватель математики τον έκοψε ο καθηγητής των μαθηματικών.

    1. (απλ.) απορρίπτομαι, κόβομαι (στις εξετάσεις).
    2. λογομαχώ, φιλονικώ. || παίζω πεισματώδικα, με μανία•

    срезать в карты παίζω με μανία χαρτιά.

    ρ.δ.
    βλ. срезать(ся).

    Большой русско-греческий словарь > срезать

  • 3 скрутить

    скрутить
    сов, скручивать несов
    1. (веревку, нитку и т. п.) τυλίγω, στρίβω, συστρέφω:
    \скрутить папиросу στρίβω τσιγάρο·
    2. (связывать) δένω:
    \скрутить ру́ки назад δένω κάποιου τά χέρια στήν πλάτη· ◊ болезнь его́ скрутила ἡ ἀρρώστια τόν Εκανε πτώμα

    Русско-новогреческий словарь > скрутить

  • 4 пронять

    пройму, проймшь, παρλθ. χρ. пронял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пронятый, βρ: -нят, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. διαπερνώ, διαποτίζω, μουσκεύω (για κρύο) περονιάζω.
    2. επιδρώ πολύ•

    это горе -ло его до слз αυτή η στενοχώρια τον έκανε να κλάψει.

    Большой русско-греческий словарь > пронять

  • 5 умудрить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. умудренный, βρ: -рен, -рена, -рено
    ρ.σ.μ. προάγω πνευματικά, κάνω έξυπνον δίνω πνεύμα, σοφία•

    опыт -ил его η πείρα τον έκανε έξυπνο.

    γίνομαι, έξυπνος, αποκτώ νού, πνεύμα, σοφία• διδάσκομαι. || μηχανεύομαι, βρίσκω τρόπο• διανοούμαι• καταφέρω.

    Большой русско-греческий словарь > умудрить

  • 6 он

    он (н)его. (н)ему, (н)им, о нём) αυτός· он только что вышел αυτός μόλις βγήκε* его не было дома δεν ήτανε σπίτι· мы пойдём без него θα πάμε χωρίς αυτόν* я ему напишу θα του γράψω γράμμαзайдём к нему πάμε να περάσουμε σ* αυτόν я хочу его видеть θέλω να τον βλέπω· перевод ' сделан им αυτός έκανε τη μετάφραση· я с ним виделся τον είδα* я о нём не слышал δεν άκουσα γι' αυτόν
    * * *
    ((н)его, (н)ему, (н)им, о нём)

    он то́лько что вы́шел — αυτός μόλις βγήκε

    его́ не́ было до́ма — δεν ήτανε σπίτι

    мы пойдём без не́го — θα πάμε χωρίς αυτόν

    я ему́ напишу́ — θα του γράψω γράμμα

    зайдём к нему́ — πάμε να περάσουμε σ'αυτόν

    я хочу́ его́ ви́деть — θέλω να τον βλέπω

    перево́д сде́лан им — αυτός έκανε τη μετάφραση

    я с ним ви́делся — τον είδα

    я о нём не слы́шал — δεν άκουσα γι' αυτόν

    Русско-греческий словарь > он

  • 7 отблагодарить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отблагодаренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. ευχαριστώ κάποιον (για κάτι καλό που μου έκανε)•

    -ил его и ушл τον ευχαρίστησε και έφυγε.

    2. δωρίζω κάτι (για καλό που μου έκανε), αντιδωρούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > отблагодарить

  • 8 забыть

    -буду, -будешь, προστκ. ;забуць, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забытый, βρ: -быт, -а, -о
    ρ.σ,
    1. λησμονώ, ξεχνώ•

    забыть номер телефона ξεχνώ τον αριθμό του τηλεφώνου•

    -дем прошлое λήθη στο παρελθόν•

    вы нас совсем -ли εσείς μας! ξεχάσατε τελείως.

    2. παραμελώ, αφήνω χωρίς επίβλεψη.
    εκφρ.
    забыл дорогу куда – ξέχασα το δρόμο για κάπου (έπαυσα να μεταβαίνω κάπου)•
    забыл думать – έπαψα να σκέφτομαι (δε με ενδιαφέρει)•
    забыть чью ή какую хлеб-соль – ξεχνώ το καλό που μου έκανε (είμαι αγνώμονας)•
    не забыть – α) «кого» δεν ξεχνώ κάποιον (για αμοιβή)• β) «кому-чего» δεν ξεχνώ κάποιον, δεν συγχωρώ•
    себя не забыть – δεν ξεχνώ τον εαυτό μου (προκειμένου για κέρδος, όφελος)•
    что я -был? (тамκ.τ.τ.) τι δουλειά έχω εγώ εκεί; τι να κάνω εκεί;
    1. κοιμούμαι λιγάκι, με παίρνει λίγο ο ύπνος.
    2. ξεχνιέμαι, αφαιρούμαι.
    3. παραφέρομαι, εξοργίζομαι. || εκτρέπομαι, παρεκτρέπομαι, εκτραχηλίζομαι.
    4. λησμονώ, ξεχνώ.

    Большой русско-греческий словарь > забыть

  • 9 мирить

    ρ.δ.μ.
    1. συμφιλιώνω, ειρηνεύω•

    мирить отца с сыном συμφιλιώνω τον πατέρα με το γιο•

    мирить враждующих συμφιλιώνω τους εχθρευόμενους.

    2. κάνω ανεκτικόν ενδίδω•

    его ум -ил всех с его дурным характером το πνεύμα του έκανε όλους ανεκτικούς προς τον άσχημο χαρακτήρα του.

    συμφιλιώνομαι, ειρηνεύω. || συμβιβάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > мирить

  • 10 оттолкнуть

    -ну, -ншь
    ρ.σ.μ.
    1. βλ. оттолкать.
    2. μτφ. διώχνω, αποβάλλω, απορρίπτω αποποιούμαι, (απ)αρνούμαι•

    оттолкнуть мрачные мысли διώχνω τις σκοτεινές σκέψεις.

    3. απομακρύνω, απωθώ•

    он всех -ул от себя своим характером με τον χαρακτήρα του αυτός έκανε όλους να τον αποστρέφονται.

    απωθούμαι, σπρώχνομαι αντιστηριζόμενος. || μτφ. παίρνω σαν αφετηρία, για ξεκίνημα.

    Большой русско-греческий словарь > оттолкнуть

  • 11 скинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω κάτω, πετώ•

    скинуть мешок с плеч ρίχνω κάτω το τσουβάλι•

    остио τους ώμους•

    скинуть снег с крыши πετώ κάτω το χιόνι από τη στέγη.

    || μτφ. γκρεμίζω, ανατρέπω, εκ θρονίζω•

    -ли царя τον γκρέμισαν τον τσάρο.

    2. (για ένδυμα) βγάζω, αφαιρώ. || φυλλορροώ• αλλάζω το τρίχωμα ή το πτέρωμα. || μτφ. αποβάλλω, διώχνω•

    скинуть с себя лень διώχνω•

    ото πάνω μου την τεμπελιά.

    3. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω. || κάνω έκπτωση, σκόντο.
    4. βγάζω, αφαιρώ (από το λογαριασμό).
    5. γεννώ•

    кобылица -ла жеребнка η φοραδιτσα έκανε πουλαράκι.

    Большой русско-греческий словарь > скинуть

  • 12 долг

    -а (-у), προθτ. о долге, в долгу, πλθ. долги.
    1. καθήκον, χρέος, υποχρέωση•

    перед родиной το καθήκον προς την πατρίδα•

    чувство -а συναίσθηση του καθήκοντος•

    долг исполнить свой долг κάνω το καθήκον μου•

    считаю своим -ом θεωρώ καθήκον μου•

    нарушить свой -παραμελώ το καθήκον μου•

    защита отечества священный долг η υπεράσπιση της πατρίδας είναι ιερό καθήκον•

    человек -а άνθρωπος του καθήκοντος•

    по -у службы εκτελώντας το υπηρεσιακό καθήκον.

    2. οφειλή, χρέος•

    отдать долг δίνω πίσω το χρέος•

    получать долг παίρνω το χρέος•

    брать в -у χρεώνομαι, δανείζομαι•

    погашать -ξοφλώ το χρέος•

    сделать долг χρεώνομαι•

    неотложные -и μικρά χρέη άμεσης εξόφλησης•

    уплатить -и ή разделаться с -ами ξοφλώ τα χρέη.

    εκφρ.
    первым -ом – στην πρώτη σειρά, πριν απ' όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτο καθήκον•
    в -у – δανεικά• (быть) в -у у кого ή перед кем έχω υποχρέωση, είμαι υποχρεωμένος ίσε κάποιονί•
    войти ή влезть, залезть в -и – μπαίνω σε χρέη, χρεώνομαι•
    жить в долг – ζω με δανεικά•
    не ос-тоться в -у – θα το ξεπλερώσω, ό,τι μου έκανε θα του κάνω, θα πάθει•
    в -ах по уши ή по горло – είμαι χρεωμένος ως τ' αυτιά, ως τό λαιμό, είμαι πνιγμένος στά χρέη•
    отдать последний долг – πηγαίνω στην κηδεία, αποχαιρετώ το νεκρό, δίνω τον τελευταίο ασπασμό.

    Большой русско-греческий словарь > долг

  • 13 неужели

    ερωτημ. μόριο άραγε• αλήθεια• είναι δυνατό•

    неужели вы не знаете моего брата? αλήθεια, δεν γνωρίζετε τον αδερφό μου;•

    неужели это правда άραγε αυτό είναι αλήθεια;•

    неужели он это сделал? είναι δυνατόν αυτός να το έκανε;

    Большой русско-греческий словарь > неужели

  • 14 отклонить

    -лоню, -лонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отклонённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. κλίνω, γέρνω•

    отклонить корпус назад γέρνω το σώμα πίσω.

    || λυγίζω•

    -ветку λυγίζω το κλαδάκι.

    || αποκλίνω παρεκκλίνω•

    изменение погоды -ло стрелку барометра η αλλαγή του καιρού έκανε να αποκλίνει ο δείκτης του βαρόμετρου.

    || κινώ, κουνώ•

    отклонить маятник κινώ το εκκρεμές.

    || απομακρύνω•

    отклонить от себя απομακρύνω από κοντά μου.

    2. αποτρέπω, εμποδίζω•

    он-ил его от необдуманного поступка αυτός τον απέτρεψε από την απερίσκεπτη πράξη,

    3. μτφ. απορρίπτω δε δέχομαι•

    отклонить просьбу απορρίπτω την αίτηση•

    отклонить приглашение δε δέχομαι, την πρόσκληση.

    1. αποκλίνω•

    стрелка -лась ο δείκτης απόκλινε.

    || εκκλίνω, αποφεύγω•

    от удара αποφεύγω το χτύπημα.

    2. παρεκκλίνω, λοξοδρομώ. || μτφ. απομακρύνομαι, ξεφεύγω•

    -от темы ξεφεύγω από το θέμα.

    Большой русско-греческий словарь > отклонить

  • 15 уродить

    урожу, уродишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. урожденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. καρποφορώ• κάνω, δίνω σοδειά•

    земля уродитьла хороший урожай η γη έκανε καλή σοδειά.

    2. γεννώ, τίκτω.
    1. γίνομαι•

    -лось много хлеба πρόκοψαν τα σιτηρά.

    2. γεννιέμαι. || γεννιέμαι όμοιος προς, μοιάζω•

    уродить в отца μοιάζω τον πατέρα.

    Большой русско-греческий словарь > уродить

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Παύλος — I Βασιλιάς της Ελλάδας (1947 – 1964). Τριτότοκος γιος του Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901, φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, υπηρέτησε κατόπιν στο πολεμικό ναυτικό, ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία το 1917 κι αρνήθηκε να δεχτεί… …   Dictionary of Greek

  • Νεύτων, Ισαάκ — (Sir Isaac Newton, Γούλσθορπ, Λινκολσνάιρ 1642 – Κένσινγκτον, Λονδίνο 1727). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φυσικού, αστρονόμου και μαθηματικού Άιζακ Νιούτον (Isaac Newton). Ο πατέρας του πέθανε πριν ακόμα γεννηθεί αυτός και η… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»