-
1 бисквит
-
2 печенье
-
3 бисквит
бисквитм τό μπισκότο. -
4 песочный
пес||о́чныйприл1. ἀμμώδης, ἀμμουδερός:\песочныйочные часы τό ἀμμόμ'ετρο[ν], τό ἀμ-μωτόν2. (о цвете) ἀμμόχρους· ◊ \песочныйоч-ное печенье τό μπισκότο. -
5 печенье
печеньес τό μπισκότο, τό βούτημα -
6 миндальный
επ.1. της αμυγδαλιάς αμυγδά-λινος•-ое дерево η αμυγδαλιά•
миндальный вкус αμυγδάλινη γεύση.
|| από αμύγδαλο•-ое масло αμυγδαλέλαιο, αμυγδαλόλαδο•
-ое молоко αμυγ-δαλόγαλα.
|| αμυγδαλάτος, αμυγδαλωτός•-ое печенье αμυγδαλωτό μπισκότο.
2. ρόδινος (όπως το χρώμα των λουλουδιών της αμυγδαλιάς)•-ые щёки ρόδινα μάγουλα.
3. μτφ. υπέρ το δέον τρυφερός•-ая улыбка παρατραβηγμένο χαμόγελο.
εκφρ.миндальный камень – αμυγδαλίτης, αμυγδαλόπετρα, ορυκταμύγδαλο. -
7 печение
-я ουδ.1. ψήση, ψήσιμο.2. συνήθως•-ье α) ψητό. β) μπισκότο.
См. также в других словарях:
μπισκότο — το (Μ μπισκόττιν) είδος ξηροψημένου τραγανού πλακουντίου, γλυκού ή αλμυρού, που παρασκευάζεται με αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη, αβγά κ.ά. υλικά μσν. παξιμάδι, γαλέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bis cotto «αυτό που έχει ψηθεί δύο φορές διπλοψημένο»] … Dictionary of Greek
μπισκότο — το (λ. ιταλ.), είδος ξεροψημένου γλυκίσματος που φτιάχνεται με αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βούτηγμα — και βούτημα, το [βουτώ] 1. καταβύθιση, εμβάπτιση 2. συνεκδ. το εμβαπτιζόμενο στο ρόφημα κουλούρι, μπισκότο κ.λπ. 3. βουτιά, μακροβούτι 4. φρ. «το βούτημα του ήλιου» η δύση 5. βίαιη αρπαγή κάποιου πράγματος 6. δόλια υπεξαίρεση, κλοπή 7. ξαφνικό… … Dictionary of Greek
χωνάκι — το, Ν [χωνί] 1. υποκορ. μικρό χωνί 2. (με ή χωρίς τη λ. παγωτό) παγωτό που σερβίρεται σε μπισκότο το οποίο έχει σχήμα μικρού χωνιού 3. βοτ. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών … Dictionary of Greek
γριτσανίζω — γριτσάνισα 1. μτβ., τρώω κάτι τραγανιστό, ροκανίζω: Το παιδί γριτσάνιζε ένα μπισκότο. 2. αμτβ., τρίζω: Το παξιμάδι γριτσανίζει καθώς το τρώμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)