Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τι+ἐπί+τι

  • 21 штемпелевание

    το (επι)σφράγισμα, η (επι)σφράγιση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штемпелевание

  • 22 глава

    глав||а́
    ж
    1. (руководитель) ὁ ἀρχηγός, ὁ ἐπί κεφαλής:
    \глава правительства (семьи) ὁ ἀρχηγός τῆς κυβέρνησης1 (τής οἰκογένειας)· \глава делегации ὁ ἐπί κεφαλής τής ἀντιπροσωπείας·
    2. уст., поэт см. голова·
    3. (купол церкви) ὁ τρούλος·
    4. (раздел книги) τό κεφάλαιο[ν]· ◊ быть (стать) во \главае́ βρίσκομαι ἐπί κεφαλής.

    Русско-новогреческий словарь > глава

  • 23 наконец

    наконец
    1. нареч ἐπί τέλους, τέλος πάντων:
    \наконецто он пришел! ἐπί τέλους ήρθε!·
    2. нареч (в заключение) τέλος, τελικά·
    3. вводн. ел.:
    что же, \наконец, это значит? τί σημαίνει ἐπί τέλους αὐτό;

    Русско-новогреческий словарь > наконец

  • 24 при

    при
    предлог с предл. п.
    1. (около, возле) δίπλα, κοντά, πλησίον, παρά:
    \при входе δίπλα στήν είσοδο· сад \при До́ме κήπος δίπλα στό σπίτι· битва \при Бородине ἡ μάχη τοῦ Μποροντινό·
    2. (в ведении, в подчинении) παρά, σέ:
    ресторан \при гостинице ἐστιατόριο στό ξενοδοχείο· ясли \при заводе ὁ βρεφικός σταθμός τοῦ ἐργοστασίου· находиться \при штабе εὐρίσκομαι στό ἐπιτελείο·
    3. (с собой) ἐπάνω μου, μαζί μου:
    иметь \при себе ору́жие ἔχω ἐπάνω μου ὅπλο· у меня нет \при себе денег δέν ἔχω μαζί μου χρήματα·
    4. (при обозначении условий, обстановки, сопутствующего обстоятельства) μέ / κατά (во время чего-л.) / σέ περίπτωση πού... (в случае чего-л.):
    \при выходе κατά τήν ἔξοδον \при переходе через у́лицу κατά τήν διάβασαν τοῦ δρόμου, διασχίζοντας τόν δρόμο· \при пожаре σέ περίπτωση πυρ-καιᾶς· \при таки́х обстоятельствах σέ τέ· τοιες συνθήκες, ὑπό τοιαύτας συνθήκας· \при таком здоровье μέ τέτοια ὑγεία[ν]· \при электричестве μέ ἡλεκτρικό φως· \при дневном свете στό φῶς τής ἡμέρας· \при помощи μέ τήν βοήθεια· \при условии ὑπό τόν ὅρον
    5. (в присутствии) μπροστά σέ, ἐνώπιον, ἐπί παρουσία:
    \при детях μπροστά στά παιδιά· \при свидетелях μπροστά σέ μάρτυρες, ἐνώπιον μαρτύρων
    6. (при наличии, несмотря на) παρά, παρ· ὅλο πού:
    \при всех его́ способностях παρ· ὅλες τίς Ικανότητες πού ἔχει· \при всем его́ уме μ'ὅλη τήν ἐξυπνάδα του· \при всем желании παρ' ὅλην τήν ἐπιθυμία μου· \при всем том παρ· ὅλο πού·
    7. (в эпоху, во времена) ἐπί, στήν ἐποχή, στά χρόνια:
    \при Иване Грозном ἐπί (или στήν ἐποχή) τοῦ Ίβάν τοῦ Τρομεροὔ· \при его́ жизни ὅταν ζοῦσε· ◊ быть при́ смерти εἶμαι ἐτοιμοθάνατος, πνέω τά λοίσθια· жнть \при родителях ζῶ μέ τους γονείς μου· я не \при деньгах δεν ἔχω τώρα χρήματα, εἶμαι ἀπένταρος· прилагая́ \при сем... συνημμένως...

    Русско-новогреческий словарь > при

  • 25 да

    да 1
    μόριο
    1. βεβαιωτικό• ναι, μάλιστα•

    все здесь? да да όλοι είναι εδώ; да ναί•

    отвечайте: да или нет απαντάτε: ναι ή όχι•

    хочешь чаю? да да θέλεις τσάι; да ναι.

    || πραγματικά, αλήθεια•

    там было хорошо, да, очень хорошо εκεί ήταν καλά, πραγματικά, πολύ καλά.

    2. (ξαφνική ενθύμηση) α ναι•

    я, кажется, все сказал...да! вот еще νομίζω πως τα είπα ολα... α ναι! να ακόμα τι.

    3. (δυσπιστία, αντίρρηση κλπ.) ναι πως, αμ πως•

    я хлопочу чтобы ты скорее отправиться. да да хлопочешь εγώ φροντίζω ν’ αναχωρήσεις το γρηγορότερο. Αμ πως φροντίζεις.

    4. (ερωτηματικό) ναι; αλήθεια;•

    я изменился, да? εγώ άλλαξα, ναι;

    5. (επιτακτικό) δα, ντε, και, λοιπόν•

    кто сказал? да да тот ποιος είπε; Εκείνος δα•

    да что с вами говорить! και τι να πω με σας!•

    куда идти? да да прямо κατά πού νά πάω;-Κατ’ ευθεία δα (ντε)•

    да отправляйтесь вы поскорее αναχωρείτε λοιπόν το γρηγορότερο.

    || (μέσα στην πρόταση και μπροστά από το κατηγορούμενο επιτείνει τη σημασία) να• και.
    6. (επίμονη παράκληση, παρότρυνση) δά•

    да садись, садись, чего ты стоишь! κάθισε δα,κάθισε,τι στέκεσαι ορθός! || (επιτακτικό-προτρεπτικό)• άιντε, έλα•

    да ну, брат, поскорее! άιντε, καημένε, πιο γρήγορα!

    7. (με προστακτική και σημασία υποθετική• και αν (ακόμα)•

    да будь он... κι αν ακόμα αυτός...

    8. (με ρήμα 3ου ενκ. προσ. ενεστώτα και μέλλοντα)• άς, είθε να• ζήτω•

    да здравствует мир во всем мире! ζήτω η ειρήνη σ’ όλο τόν κόσμο!•

    да здравствует дружба меаду народами! ζήτω η φιλία ανάμεσα στους λαούς!

    εκφρ.
    ну да! – (απλ.) αμπώς! (вот) это да! (απλ.) αυτό μάλιστα! (για θαυμασμό, επιδοκιμασία)•
    аи даβλ. ай; ну да (απλ.) βλ. да 1 (1, 3 σημ.).
    да 2
    σύνδ.
    1. συμπ λκ. και•

    он да я αυτός κι εγώ•

    день да ночь μέρα και νύχτα•

    хлеб да соль ψωμί κι αλάτι.

    2. επίτακτ. καί, επί•

    шел я ночью один, да еще лесом βάδιζα τη νύχτα μόνος κι ακόμα (επί πλέον) μέσα στο δάσος.

    3. σύνδ. αντιθετικός• όμως, αλλά, μα•

    я согласен, да только с условием είμαι σύμφωνος, όμως μ’ ένα όρο.

    εκφρ.
    да и... – α) και. β) ξαφνικά, απότομα•
    жил, жил, да помер – έζησε, έζησε και ξαφνικά πέθανε, γ) επί πλέον, και., ακόμα•
    да и говорить-то об этом не стоит – ακόμα και να μιλήσεις γι’ αυτό δεν αξίζει•
    да и только – (καί) μόνο, διαρκώς•
    плачет, да и только – κλαίει και μόνο (συνεχώς)•
    смеется, да и только – γελά ακατάπαυστα.

    Большой русско-греческий словарь > да

  • 26 к

    κ. ко (πρόθεση με δοτ. πτ.).
    1. (σημαίνει κατεύθυνση, κίνηση κατευθυντήρια)• προς, για, στον, στην, στο κ.τ.τ. иду к брату πηγαίνω στον αδερφό•

    приблизиться к реке πλησιάζω στο ποτάμι•

    обратитесь к директору απευθυνθήτε στο διευθυντή•

    воззвание ко всем трудящимся έκκληση προς όλους τους εργαζόμενους•

    зима подходит к концу ο χειμώνας κοντεύει να βγει.

    2. (για χρόνο)• κατά, περίπου, γύρω, κοντά•

    к утру больной почувствовал себя лучше κατά το πρωί ο άρρωστος αισθάνθηκε τον. εαυτό του καλύτερα•

    приходите к 9 часам ελάτε κατά τις 9 η ώρα•

    к вечеру κατά το βράδυ.

    3. (προορισμό, σκοπό) για, δια•

    подарок к дню рождения δώρο για τα γενέθλια•

    игрушки к ёлке παιγνίδια για το πρωτοχρονιάτικο δέντρο•

    принять, к сведению παίρνω υπ όψη•

    принять к исполнению παίρνω για εκτέλεση•

    запонка к воротнику κουμπί για γιακά.

    4. (για στερέωση, ένωση, πρόσθεση κλπ.) στον, στην, στο•

    приклеить к стене κολλώ στον τοίχο•

    к пяти прибавить три στο πέντε προσθέτω τρία.

    5. ως προς, σχετικά προς• προς•

    он расположен ко мне αυτός είναι καλοδιαθε-τημένος προς εμένα•

    любовь к детям αγάπ,η προς τα παιδιά.

    6. με•

    лицом к лицу πρόσωπο με πρόσωπο•

    носом к носу μύτη με μύτη•

    плечо к плечу ή плечом к плечу πλάτη με πλάτη (πλάι-πλάι ή μονιασμένα).

    7. (για κατηγορία, ομάδα, επάγγελμα κλπ.) στον, στην, στον απο•

    он принадлежит к крупным капиталистам αυτός είναι από τους μεγάλους καπιταλιστές.

    8. σε•

    к нам пришли гости (σε) μας ήρθαν μουσαφίρηδες.

    9. (παρότρυνση, τρόπο) προς, για•

    вперёд! к победе εμπρός! για τη νίκη.

    10. (για επικεφαλίδα) επί για, προς•

    к столетию А.С. Пушкина για τα εκατοντάχρονα του Α.Σ. Πούσκιν.

    11. (άλλες επί μέρους σημασίες)•

    к несчастью δυστυχώς•

    к счастью ευτυχώς•

    к сожалению προς λύπη (δυστυχώς)•

    к тому же επί πλέον, κι ακόμα•

    к лучшему προς το καλύτερο•

    к худшему προς το χειρότερο•

    к моему стыду για ντροπή μου•

    к моему удовлетворению προς ικανοποίηση μου.

    Большой русско-греческий словарь > к

  • 27 наконец

    επίρ. κ. παρνθ. λ.
    1. τελικά, στο τέλος, στα τελευταία.
    2. επιτέλους, τέλος πάντων (για ικανοποίηση, αγανάκτηση, ανυπομονησία κ.τ.τ.) уйти же ты наконец φύγε επι τέλους•

    он догадался наконец επί τέλους το μάντεψε —то я увидел тебя επί τέλους σε είδα.

    Большой русско-греческий словарь > наконец

  • 28 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 29 при

    (πρόθεση).
    1. (για τόπο) πλησίον,κοντά, σιμά, παρά, εγγύς, κατά•

    при входе стоит часовой κοντά στην είσοδο στέκεται σκοπός•

    город при реке παραποτάμια πόλη•

    жить при станции ζω κοντά στο σταθμό•

    при совете министров παρά το υπουργικό συμβούλιο•

    сражение при фермопилах η μάχη στις Θερμοπύλες•

    при институте κοντά στο Ινστιτούτο•

    ясли заводе βρεφικός σταθμός κοντά στο εργοστάσιο•

    поставить при себе τοποθετώ κοντά μου.

    2. μπροστά, ενώπιον, επι παρουσία•

    при снохе ни говори такие вещи μπροστά στη νύφη μη μιλάς τέτοια πράματα•

    при мне он ничего не сказал μπροστά μου αυτός δεν είπε τίποτε.

    3. (για χρόνο)• κατά•

    при отъезде κατά την αναχώρηση•

    при входе κατά την είσοδο•

    при обыске κατά την έρευνα.

    || σε • κατά•

    темно, при каждом шорохе она вздрагивала ήταν σκοτάδι, σε κάθε θρόισμα αυτή σάστιζε.

    || (για συνθήκες, περιβάλλον) κατά, σε•

    при резкой изменении температуры κατά την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας.

    4. (για ύπαρξη αντικειμένων, πραγμάτων κ.τ.τ.) με•

    он всегда был при деньгах αυτός πάντοτε ήταν με χρήματα ή είχε χρήματα.

    5. με, χάρη σε•

    при содействии друзей με τη συνδρομή των φίλων•

    при помоши сестры με τη βοήθεια της αδερφής.

    6. μαζί, μετά•

    надо иметь при себе справку с места работы πρέπει να έχεις μαζί σου βεβαίωση από τον τόπο εργασίας•

    прилагая при см βάζοντας (υποβάλλοντας) συνημμένα.

    7. επί, τον καιρό•

    при царе επί τσάρου.

    8. παρά, ενάντια•

    при всём его желании παρ όλη του τη θέληση.

    Большой русско-греческий словарь > при

  • 30 After

    prep.
    Of time, place or
    degree: P. and V. μετ (acc.).
    Of time: P. and V. ἐκ (gen.), ἐπ (dat.).
    Just after ( of time): Ar. and P. πό (acc.).
    After a time ( interval): P. and V. διὰ χρόνου.
    After dinner: Ar. πὸ δείπνου.
    Producing argument after argument: P. λόγον ἐκ λόγου λέγων (Dem.).
    One after another: V. ἄλλος διʼ ἄλλου.
    In search of: P. and V. ἐπ (acc.).
    On the day after the mysteries: P. τῇ ὑστεραίᾳ τῶν μυστηρίων (Andoc. 15).
    On the day after he was offering sacrifice for victory: P. τῇ ὑστεραίᾳ ἢ ᾗ τὰ ἐπινίκια ἔθυεν (Plat., Symp. 173A).
    Shortly after this: P. μετὰ ταῦτα οὐ πολλῷ ὕστερον (Thuc. 1, 114).
    Immediately after the naval engagement at Corcyra: P. εὐθὺς μετὰ τὴν ἐν Κερκύρᾳ ναυμαχίαν (Thuc. 1, 57).
    ( Be named) after: P. and V. ἐπ (gen. or dat.).
    Behind: P. and V. ὄπισθεν (gen.).
    After all: P. and V. ρα, V. ἆρα.
    How mad I was after all, ( though I did not know it): Ar. ὡς ἐμαινόμην ἄρα (Nub. 1476).
    ——————
    adv.
    Of time: P. and V. ὕστερον, V. μεθύστερον.
    Those who come after: P. and V. οἱ ἔπειτα, P. οἱ ἐπιγιγνόμενοι, V. οἱ μεθύστεροι; see Descendant.
    Of place: P. and V. ὕστερον, ὄπισθεν; see Behind.
    ——————
    conj.
    P. and V. ἐπεί, ἐπειδή; see When.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > After

  • 31 At

    prep.
    Of place: P. and V. ἐπ (dat.), πρός (dat.), παρ (dat.), ἐν (dat.).
    Of time: use P. and V. dat. or ἐν and dat.
    Of price: use P. and V. gen.
    Against: P. and V. ἐπ (acc. or dat.), πρός (acc.), εἰς (acc.).
    (Rejoice, be angry, etc.) at: P. and V. ἐπ (dat.).
    ( Mock) at: P. and V. ὑβρίζειν (εἰς, acc.).
    ( Throw or aim) at: use gen.
    Not at all: P. and V. ἀρχὴν οὐ, P. οὐχ ὅλως, Ar. and P. οὐ τὸ παρπαν, V. οὐ τὸ πᾶν; see under All.
    At enmity: P. and V. διʼ ἔχθρας.
    At hazard: P. and V. τχῃ, P. κατὰ τύχην.
    At home: P. and V. οἴκοι, κατʼ οἶκον, ἔνδον, V. ἐν δόμοις; see under Home.
    At once: P. and V. εὐθύς, εὐθέως, αὐτκα, παραυτκα, Ar. and P. παραχρῆμα; see Immediately.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > At

  • 32 Bestride

    v. trans.
    P. and V. καθῆσθαι ἐπ (gen. or dat.), καθέζεσθαι ἐπ (gen. or dat.).
    Bestriding: V. βεβὼς ἐπ (gen.); see Mount.
    Bestriding a horse, adj.: Ar. and V. ἱπποβμων.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Bestride

  • 33 Exult

    v. intrans.
    P. and V. χαίρειν, γάλλεσθαι (also Ar. but rare P.), γεγηθέναι (also Ar. but rare P.) (perf. of γηθεῖν).
    Exult in: P. and V. ἥδεσθαι (dat.), τέρπεσθαι (dat.), εὐφραίνεσθαι (dat.), γάλλεσθαι (dat.) (also Ar. but rare P.), V. καταυχεῖν (dat.).
    Exult over: P. and V. χαίρειν (dat. or ἐπ, dat.), ἐπιχαίρειν (dat.), γεγηθέναι (dat. or ἐπ, dat.) (also Ar. but rare P.) (perf. of γηθεῖν), V. περχαίρειν (dat.), γαυροῦσθαι (dat.), χλιδᾶν (dat. or ἐπ, dat.), P. ἐφήδεσθαι (dat. or absol.); see also Mock.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Exult

  • 34 Reach

    v. trans.
    Arrive at: P. and V. φικνεῖσθαι (εἰς, or ἐπ, acc., V. also acc. alone), εἰσαφικνεῖσθαι (εἰς, acc., V. also acc. alone), ἥκειν (εἰς, acc., V. also acc. alone), Ar. and V. ἱκνεῖσθαι (εἰς, acc., or acc. alone), V. κνειν (εἰς, acc. or acc. alone), ἐξικνεῖσθαι (εἰς, acc., ἐπ, acc., πρός, acc., or acc. alone).
    Gain: P. λαμβάνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβάνεσθαι (gen.); see under Gain.
    Used absol., P. and V. ἐξήκειν, ἐφήκειν, V. προσήκειν.
    Reach with a missile: P. ἐφικνεῖσθαι (gen. or absol.), διικνεῖσθαι ( absol).
    Touch, affect: P. and V. ἅπτεσθαι (gen.); see Touch.
    Attain: P. and V. ἐξικνεῖσθαι (gen. or acc.), τυγχνειν (gen.), ἐφάπτεσθαι (gen.), Ar. and V. ἀνθάπτεσθαι (gen.), κυρεῖν (gen.), P. ἐφικνεῖσθαι (gen.); see Attain.
    V. intrans. Extend (of territory, etc.): P. and V. τείνειν, P. καθήκειν, διήκειν, ἐφικνεῖσθαι, προσήκειν (Xen.).
    Reach down to: P. καθίεσθαι πρός (acc.).
    Cover a distance: P. ἐπέχειν (Thuc. 2, 77).
    If our money reach so far ( be sufficient): P. ἂν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα (Plat., Prot. 311D).
    Reach out, extend: P. and V. προτείνειν, ἐκτείνειν, ὀρέγειν (Plat.).
    Reach out after: P. and V. ὀρέγεσθαι (gen.).
    Reach safely: see under Safely.
    ——————
    subs.
    Range of a missile: P. and V. βολή, ἡ, P. φορά, ἡ.
    Power, capacity: P. and V. δναμις, ἡ.
    Beyond the reach of prep.:use P. and V. ἔξω (gen.), ἐκτός (gen.).
    In reach of: P. and V. ἐντός (gen.).
    In the reach of, in the power of: P. and V. ἐπ dat.).
    Within reach, ready to hand, adj.: P. and V. πρόχειρος.
    Reach ( of a river), subs.: P. κέρας, τό.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reach

  • 35 Scale

    subs.
    Ar. λεπς, ἡ (used of fish scales in Hdt.).
    In a scale, in order: P. and V. ἐφεξῆς.
    Of a balance: Ar. and P. πλάστιγξ, ἡ.
    Pair of scales: Ar. and V. τλαντον, τό, σταθμός, ὁ, P. ζυγόν, τό, Ar. and P. τρυτνη, ἡ.
    Turn of the scale, met.: P. and V. ῥοπή, ἡ.
    It is right to put our devotion in the past in the scale against our present sin, if after all it has been a sin: P. δίκαιον ἡμῶν τῆς νῦν ἁμαρτίας, εἰ ἄρα ἡμάρτηται, ἀντιθεῖναι τὴν τότε προθυμίαν (Thuc. 3, 56).
    When you throw money into one side of the scale it at once carries with it and weighs down the judgment to its own side: P. ὅταν ἐπὶ θάτερα ὥσπερ εἰς τρυτάνην ἀργύριον προσενέγκῃς οἴχεται φέρον καὶ καθείλκυκε τὸν λογισμὸν ἐφʼ αὑτό (Dem. 60).
    That he may not strengthen either party by throwing his weight into the scale: P. ὅπως μηδετέρους προσθέμενος ἰσχυροτέρους ποιήσῃ (Thuc. 8, 87).
    You throw in a weight too small to turn the scale in favour of your friends: V. σμικρὸν τὸ σὸν σήκωμα προστίθης φίλοις (Eur., Her. 690).
    ——————
    v. trans.
    Weigh: Ar. and P. ἱστναι; see Weigh.
    Scale down: see Reduce.
    Climb: P. and V. περβαίνειν, ἐπιβαίνειν (gen.), ἐπεμβαίνειν, (dat. or ἐπ acc.) (Plat.), Ar. ἐπαναβαίνειν, ἐπι (acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Scale

  • 36 Thread

    subs.
    Ar. and V. κλωστήρ, ὁ, V. μτος, ὁ, P. νῆμα, τό (Plat.).
    Made of thread, adj.: V. εὔμιτος, μιτώδης.
    The long threads of raw flax: V. ὠμολίνου μακροὶ τόνοι (Æsch., frag.).
    Hang by a thread, met.: P. ἐπὶ ῥοπῆς εἶναι, V. ἐν ῥοπῇ κεῖσθαι, ἐπὶ ξυροῦ βεβηκέναι (perf. of βαίνειν) or βῆναι (aor. of βαίνειν).
    Yet his life hangs by a thread: V. δέδορκε μέντοι φῶς ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς (Eur., Hipp. 1163).
    Lose the thread: see Digress.
    I lose the thread: V. ἐκδρόμου πεσὼν τρέχω (Æsch., Ag. 1245).
    ——————
    v. trans.
    String together: Ar. and P. συνείρειν.
    Pass, make one's way through: P. and V. διέρχεσθαι, διαπερᾶν.
    Thread the dance: V. ἑλίσσειν (absol.).
    Where bands of sea-maidens thread the dance with fair steps: V. ἔνθα Νηρῄδων χόροι κάλλιστον ἴχνος ἐξελίσσουσιν ποδός (Eur., Tro. 2).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Thread

  • 37 To

    prep.
    P. and V. πρός (acc.), ἐπ (acc.).
    Straight to. Ar. and P. εὐθύ (gen.), V. εὐθύς (gen.).
    Into: P. and V. εἰς (acc.), ἐς (acc.).
    Towards: P. and V. ἐπ (gen.).
    To (a person): P. and V. πρός (acc.), παρ (acc.), ὡς (acc.) (Eur., El. 409; Hec. 993).
    To the sound of: P. and V. πό (gen.).
    In addition to: P. and V. πρός (dat.), ἐπ (dat.).
    In comparison with: P. and V. πρός (acc.).
    In preference to: P. and V. πρό (gen.), V. πρόσθε (gen.), προς (gen.).
    To and fro, up and down: P. and V. νω κτω, νω τε καὶ κτω.
    Backwards and forwards: V. πλιν τε καὶ πρόσω (Eur., Hec. 958).
    On this side and on that: V. ἐκεῖσε κἀκεῖσε, κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > To

  • 38 Torture

    v. trans.
    Rack: Ar. and P. στρεβλοῦν, βασανίζειν, P. διαστρεβλοῦν.
    Ill-treat: P. and V. αἰκίζεσθαι; see Ill-treat.
    met., P. and V. λυπεῖν, νιᾶν; see Distress.
    Be tortured, be on the rack: use also Ar. and P. παρατείνεσθαι.
    ——————
    subs.
    Ar. and P. βσανος, ἡ.
    Rack: Ar. and P. τροχός, ὁ.
    Ill-treatment: P. and V. αἰκα, ἡ, αἴκισμα, τό.
    met., P. and V. λύπη, ἡ, να, ἡ; see Distress, Pain.
    Put to the torture, v.: P. ἀναβιβάζειν ἐπὶ τὸν τραχόν.
    Be put to the torture: P. ἐπὶ τὸν τροχὸν ἀναβαίνειν, Ar. and P. ἐπὶ τοῦ τροχοῦ στρεβλοῦσθαι.
    Demand for torture: P. ἐξαιτεῖν (acc.).
    Offer ( a slave) for torture: P. ἐκδιδόναι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Torture

  • 39 Upon

    prep.
    P. and V. ἐπ (dat.); see On.
    Of time: P. and V. ἐπ (dat.).
    In addition to: P. and V. ἐπ (dat.), πρός (dat.).
    Fall upon ( a sword): V. πίπτειν περ (dat.), (Soph., Aj. 828).
    Call upon: see call on, call upon, under Call.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Upon

  • 40 акциз

    эк. о έμμεσος φόρος (επί των καταναλωτικών προϊόντων), ο φόρος επί της κατανάλωσης.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > акциз

См. также в других словарях:

  • Ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. — ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. См. Беда беду родит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἐπί — being upon indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔπι — ἐπί being upon indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • επί — απαρχαιωμένη πρόθ. που λέγεται σε μερικές εκφράσεις. 1. με γεν. σημαίνει, α. τοπική σχέση: Επιτόπου. β. σχέση γειτνίασης: Χωριά επί της εθνικής οδού. γ. επιστασία, αρχηγία, επίβλεψη: Κυρία επί των τιμών. δ. χρονική περίοδο, εποχή όπου συνέβη ή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επι(σε)σημασμένος — η, ο (Α ἐπισεσημασμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επισημαίνω*) 1. αυτός που κάποιος έχει επισημάνει 2. (για γραμματόσημο) αυτό που φέρει επισήμανση …   Dictionary of Greek

  • Κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. — κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. См. С живого и мертвого …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. — ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. См. Неумытые руки …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. — τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. См. Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»