-
1 Mark
subs.Impression: P. and V. χαρακτήρ, ὁ, τύπος, ὁ, V. χάραγμα, τό.Mark on the body: P. and V. χαρακτήρ, ὁ (Eur., El. 572).Marks of blows: P. ἴχνη πληγῶν (Plat., Gorg. 524C).Brand: P. ἔγκαυμα, τό.The attack that the disease made on the ( sufferers) extremities left its mark: P. τῶν ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ (τοῦ κακοῦ) ἐπεσημαίνεν (Thuc. 2, 49).Object at which one aims: P. and V. σκοπός, ὁ.Beside the mark: P. ἔξω τοῦ πράγματος, Ar. and P. ἔξω τοῦ λόγου.To the mark: P. πρὸς λόγον.There is a difference between speaking much and speaking to the mark: V. χωρὶς τό τʼ εἰπεῖν πολλὰ καὶ τὰ καίρια (Soph., O.C. 808).A man of mark: use adj., P. εὐδόκιμος, ἀξιόλογος; see Famous.Make one's mark: Ar. and P. εὐδοκιμεῖν.Be wide of the mark: see Err.——————v. trans.Brand: Ar. and P. στίζειν.Scratch: V. χαράσσειν.Marked, scarred: V. ἐσφραγισμένος (perf. part. of σφραγίζειν).Wound: P. and V. τραυματίζειν, τιτρώσκειν.Notice: P. and V. νοῦν ἔχειν πρός (dat. or acc.), ἐπισκοπεῖν, ἐννοεῖν (or mid.), νοεῖν (or mid.), Ar. and P. προσέχειν (dat.), προσέχειν τὸν νοῦν (dat.). Absol.. P. and V. ἐνδέχεσθαι; see Notice.He found himself marked down for slaughter: P. αὑτὸν ηὗρεν ἐγγεγραμμένον κτείνειν (Thuc. 1, 132).Mark off, appoint: P. ἀποδεικνύναι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mark
-
2 Subject
adj.Under another's power: P. and V. ὑποχείριος, V. χείριος.Obedient: P. and V. ὑπήκοος.Tributary: P. ὑποτελής.Liable to: see under Liable.——————subs.Theme: P. and V. λόγος, ὁ, P. ὑπόθεσις, ἡ.Subject of investigation: P. σκέμμα, τό.As opposed to predicate: τὸ ὑποκείμενον ( Aristotle).Providing posterity with subjects for song: V. ἀοιδὰς δόντες ὑστέροις βροτῶν (Eur., Tro. 1245, cf. Eur., Supp. 1225).Be a subject of dispute, v.; P. ἀμφισβητεῖσθαι.Nothing to do with the subject: P. οὐδὲν πρὸς λόγον, ἔξω τοῦ πράγματος.Subject to your approval: P. and V. εἰ σοὶ δοκεῖ.Subjects, those governed: P. and V. οἱ ὑπήκοοι, P. οἱ ἀρχόμενοι.Be subjects, v.: P. and V. ἄρχεσθαι.——————v. trans.Be subjected to malicious accusations: use Ar. and P. συκοφαντεῖσθαι.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Subject
См. также в других словарях:
πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… … Dictionary of Greek
ωφέλημα — ήματος, το / ὠφέλημα, ΝΑ [ωφελώ] ωφέλεια νεοελλ. στον πληθ. τα ωφελήματα (νομ.) οι καρποί ενός πράγματος ή ενός δικαιώματος, αλλά και κάθε όφελος που παρέχει η χρήση τού πράγματος ή τού δικαιώματος αρχ. 1. (γενικά) κάθε υλικό ή ηθικό κέρδος 2. φρ … Dictionary of Greek
СУДОПРОИЗВОДСТВО — • Iudicium, процесс. a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 … Реальный словарь классических древностей
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek
υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… … Dictionary of Greek
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… … Dictionary of Greek
χρώ — (I) άω, Α 1. προκαλώ αμυχή, πληγώνω ελαφρώς, χραύω* 2. (στον Όμ. μόνον στον πρτ.) α) επέρχομαι, επιτίθεμαι εναντίον κάποιου («στυγερὸς δὲ οἱ ἔχραε δαίμων», Ομ. Οδ.) β) (με απρμφ.) είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι («τίπτε σὸς υἱὸς ἐμὸν ῥόον ἔχραε… … Dictionary of Greek
τις — τι, ΝΜΑ, και κυπρ. τ. και αρκαδ. τ. σις, και θεσσ. τ. αρσ. και θηλ. κις, ουδ. κι, Α (αόρ. εγκλιτ. αντων.) (στη νεοελλ. μόνο ως λόγιος τ.) 1. κάποιος, ένας («καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν», Ομ. Οδ.) 2. κάποιος από πολλούς 3. (με περιοριστική ή… … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek
ακρίβεια — (Φιλοσ.) Η ιδιότητα της ανταπόκρισης του γνωστικού περιεχομένου μιας πρότασης στις απαιτήσεις της τυπικής λογικής. Η α. συνιστά το θεμελιώδες επιστημολογικό γνώρισμα των θετικών επιστημών, επειδή τα πορίσματά τους διατυπώνονται σε μια γλώσσα… … Dictionary of Greek