-
1 τινακτειρα
ἥ потрясательницаγῆς τ. τρίαινα Aesch. — потрясающий землю трезубец (Посидона)
-
2 νοσος
ион. νοῦσος ἥ1) болезнь, недугἐς νόσον πίπτειν Aesch. — заболеть;
ν. μεγάλη или ἱερά Her. — падучая болезнь, эпилепсия;ν. φρενῶν Aesch. — безумие2) негодность, бесплодие(τῆς γῆς Xen.)
3) бедствие, бич, язва(πόλεως Plat.)
τινάκτειρα ν. Aesch. = ἥ τοῦ Ποσειδῶνος τρίαινα4) страдание, мучение(πάντων νόσων ἀπαλλαγῆναι Aesch.)
5) недостаток, порок(αἰσχίστη ν. Eur.)
См. также в других словарях:
τινάκτειρα — ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτή που κινεί ή κουνά κάτι με μεγάλη δύναμη, που τό σείει, τό τραντάζει («γῆς τινάκτειραν... τρίαιναν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω + επίθημα τειρα (πρβλ. ἁρπάκ τειρα)] … Dictionary of Greek
τινάκτειραν — τινάκτειρα shaker fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τινάκτρια — ἡ, Μ 1. τινάκτειρα* 2. μτφ. αυτή που προκαλεί εσωτερικά σκιρτήματα («χωρεῑ πρὸς ὁρμὰς ἀκρατῶς τινακτρίας», Φιλής). [ΕΤΥΜΟΛ. < τινάσσω + επίθημα τρια (πρβλ. διώκ τρια)] … Dictionary of Greek