-
1 τιθεμεν
-
2 συνυπονοεω
1) подразумеватьἃ συνυπονοοῦντες τίθεμεν Arst. — то, что мы предположили, как нечто подразумеваемое
2) соображать, догадываться Polyb.
См. также в других словарях:
τιθέμεν — τίθημι p pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τίθεμεν — τίθημι p pres ind act 1st pl τίθημι p imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθέματος — η, ο [θέμα] Γλωσσ. χαρακτηρισμός ορισμένης κατηγορίας κλίσεως τών ονομάτων και τών ρημάτων τών ινδοευρωπαϊκών* κυρίως γλωσσών. Ως αθέματα χαρακτηρίστηκαν εκείνα, τών οποίων ο σχηματισμός επιτυγχάνεται με απευθείας σύναψη θέματος και κατάληξης… … Dictionary of Greek
κρύφος — ή κρυφός, ὁ (Α) 1. σκοτεινότητα, αμαύρωση («τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρύφον [δ. γρφ. κρυφόν] τιθέμεν ἐσθλῶν καλοῑς ἔργοις», Πίνδ.) 2. κρυψώνας, κρησφύγετο («καὶ ἔθεντο τὸν Ἰσραήλ ἐν κρύφοις, ἐν παντὶ φυγαδευτηρίῳ αυτών», ΠΔ) 3. κρυφή δίοδος, κρυφή… … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
Δωριείς — Ένα από τα τέσσερα αρχαία ελληνικά φύλα, που κατά το τέλος του 12ου αι. π.Χ. ξεκίνησε από την Ήπειρο, όπου ζούσε σε πρωτόγονες, ημινομαδικές συνθήκες, μετακινήθηκε προς τα Ν και εξαπλώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας και των… … Dictionary of Greek