Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

της+γης

  • 61 ядро

    1. биол. о πυρήνας του κυττάρου 2. физ. о πυρήν/ας
    - а галактик астр. τα κέντρα των (σπειροειδών) Γαλαξιών
    3. вчт. о πηγαίος κώδικας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ядро

  • 62 землевладение

    землевладе||ние
    с ἡ γαιοκτησία:
    государственное \землевладениение ἡ κρατική ἰδιοκτησία τής γής.

    Русско-новогреческий словарь > землевладение

  • 63 земледелие

    земледел||ие
    с ἡ γεωργία, ἡ καλλιέργεια τής γής.

    Русско-новогреческий словарь > земледелие

  • 64 землепользование

    землепользование
    с ἡ χρησιμοποίηση[-ις] τῆς γῆς.

    Русско-новогреческий словарь > землепользование

  • 65 кора

    кора
    ж в разн. знач. ὁ φλοιός:
    древесная \кора ὁ φλοιός τῶν δένδρων земная \кора геол. ὁ φλοιός τής γής· \кора головного мо́зга анат. ὁ φλοιός τοῦ ἐγκε φύλου.

    Русско-новогреческий словарь > кора

  • 66 кругосветный

    кругосветн||ый
    прил:
    \кругосветныйое путешествие ὁ γύρος τοῦ κόσμου· \кругосветныйое плавание ὁ περίπλους τής γής.

    Русско-новогреческий словарь > кругосветный

  • 67 лицо

    лиц||о
    с
    1. τό πρόσωπο[ν], ἡ φυσιογνωμία, τό μοῦτρο:
    черты \лицоа τά χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·
    2. (лицевая сторона) ἡ καλή τοῦ ὑφάσματος (ткани)/ ἡ πρόσοψη [-ις] (здания)·
    3. (человек) τό πρόσωπο[ν], τό ἄτομο[ν], ὁ ἄνθρω-πος:
    главное действующее \лицо τό κύριον πρόσωπον, ὁ πρωταγωνιστής· юридическое \лицо τό νομικόν πρόσωπον важное \лицо ἡ προσωπικότητα [-ης], τό σπουδαίο πρόσωπο· невзирая на лица ἀνεξάρτητα ἀπό πρόσωπα, ἀμερόληπτα· перемещенные лица οἱ ἐκτοπισμένοι, οἱ ἐκτοπισθέντες·
    4. грам. τό πρόσωπον ◊ перед \лицоо́м чего-л. μπροστά σέ· зиать кого-л. в \лицо γνωρίζω κάποιον ἐξ ὀψεως· показать товар \лицоо́м δείχνω κάτι ἀπό τήν καλή· это вам к \лицоу́ αὐτό σᾶς πάει· стереть что́-л. с \лицоа земли κάνω κάτι νά ἐξαφανιστεί ἀπ· τό πρόσωπο τής γής· смотреть в \лицо опасности ἀντιμετωπίζω τόν κίνδυνον κατά πρόσωπον \лицоо́м в грязь не ударить νά μή ντροπιαστούμε, νά βγούμε ἀσπροπρόσωποι· сказать в \лицо кому-л. λέω κατάμουτρα

    Русско-новогреческий словарь > лицо

  • 68 народ

    народ
    м
    1. ὁ λαός; русский \народ ὁ ρωσικός λαός· \народы мира οἱ λαοί τής γῆς· трудовой \народ οἱ ἐργαζόμενοι, ὁ ἐργαζόμενος λαός·
    2. (люди) ὁ κόσμος, τό πλήθος; много \народу ἡ πολυκοσμία, ἡ κοσμο-πλημμύρα

    Русско-новогреческий словарь > народ

  • 69 национализация

    национализация
    ж ἡ ἐθν(ικ)οποίηση[-ις], ἡ κρατικοποίηση [-ις]:
    \национализация земли ἡ ἐθνικοποίηση τῆς γής.

    Русско-новогреческий словарь > национализация

  • 70 недра

    недра
    мн.
    1. τό ὑπέδαφος:
    \недра земли́ τά ἐγκατα τής γῆς· разработка недр ἡ ἐκμετάλλευση τοῦ ὑπεδάφους·
    2. перен τά ἐγκατα, τά μύχια:
    в \недрах души́ στά σωθικά.

    Русско-новогреческий словарь > недра

  • 71 ось

    ось
    ж в разн. знач. ὁ ἄξονας [-ων]:
    земна́я \ось ὁ ἀξονας τής γῆς, ὁ γήϊνος ἀξων.

    Русско-новогреческий словарь > ось

  • 72 почвенный

    почв||енный
    прил ἐδαφικός, τοῦ ἐδάφους, τής γής:
    \почвенныйенные во́ды ὕδατα (νερά) τοῦ ὑπεδάφους.

    Русско-новогреческий словарь > почвенный

  • 73 пуп

    пуп
    м разг см. пупок· ◊ \пуп земли ирон. ὁ ὁμφαλός τής γής.

    Русско-новогреческий словарь > пуп

  • 74 сильный

    си́льн||ый
    прил δυνατός, ἰσχυρός/ ρωμαλέος (т/с. о человеке)/ ἐντονος, (πολυ)μεγάλος (о жаре, холоде, желании и т. п.) ἰσχυρός, σφοδρός (об ударе, атаке):
    \сильный насморк τό δυνατό συνάχι· \сильный человек ρωμαλέος (или δυνατός) ἀνθρωπος· \сильный запах а) τό δυνατό ἄρωμα (о приятном запахе), б) ἡ δυνατή μυρωδιά (о неприятном запахе)· \сильный яд τό ἰσχυρό δηλητήριο· \сильныйое влияние ἡ δυνατή ἐπιρροή· \сильныйая вражда ἡ μεγάλη ἔχθρα· \сильныйая страсть τό ἐντονο πάθος· \сильныйая боль ὁ δυνατός (или ὁ ἰσχυρός) πόνος· \сильныйые мира сего οἱ ἰσχυροί τής γής.

    Русско-новогреческий словарь > сильный

  • 75 сметать

    сметать I
    несов
    1. σαρώνω, σκουπίζω, ξεκαθαρίζω, παστρεύω:
    \сметать пыль с чего́-л. σκουπίζω τήν σκόνη, ξεσκονίζω·
    2. перен (уничтожать) ἀφανίζω, κάνω στάχτη, καταστρέφω:
    \сметать с лица́ земли́ ἐξαφανίζω ἀπ' τό πρόσωπο τής γής· \сметать все на своем пути́ ἐξοντώνω τά πάντα στό πέρασμα μου·
    3. (в кучу) σωριάζω, μα· ζεύω:
    \сметать весь мусор в угол μαζεύω ὀλα τά σκουπίδια στή γωνιά.
    сметать II
    сов см. сметывать.

    Русско-новогреческий словарь > сметать

  • 76 соль

    сол||ь I ж прям., перен τό ἄλας, τό ἀλάτι:
    поваренная \соль τό μαγειρικό ἀλατι· каменная \соль τό ὀρυκτόν ἄλας· морская \соль τό θαλασσινό ἀλάτι· английская \соль фарм. τό ἀγγλικόν ἄλας· превращать в \соль ἀλατοποιω, μετατρέπω σέ ἄλας· посыпать \солью βάζω ἀλάτι, ἀλατίζω· ◊ \соль земли́ τό ἄλας τής γής.
    соль II
    с нескл. муз. σόλ:
    \сольдиез σόλ δίεσις.

    Русско-новогреческий словарь > соль

  • 77 спутиик

    спу́тии||к
    м
    1. ὁ συνοδοιπόρος, ὁ συ-νοδίτης, ὁ συνταξιδιώτης·
    2. астр. ὁ δορυφόρος:
    искусственный \спутиик Земли́ ὁ τεχνητός δορυφόρος τής γής, ὁ σπούτνικ.

    Русско-новогреческий словарь > спутиик

  • 78 стереть

    стереть
    сов см. стирать I· ◊ \стереть с лица земли ἐξαφανίζω ἀπό τό πρόσωπο τής γής· \стереть в порошок κάνω στάχτη.

    Русско-новогреческий словарь > стереть

  • 79 толща

    толщ||а
    ж τό πάχος:
    в \толщае земной коры στό πάχος τοῦ φλοιού τής γής.

    Русско-новогреческий словарь > толща

  • 80 землепользование

    ουδ.
    χρησιμοποίηση (καλλιέργεια) της γης.

    Большой русско-греческий словарь > землепользование

См. также в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • θεμέλια της σχετικότητας του Αϊνστάιν — Εκτός από την κίνηση των υλικών σωμάτων, που ρυθμίζεται από τους νόμους της μηχανικής, υπάρχουν στη φύση και φαινόμενα κυματοειδούς τύπου. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα ηχητικά κύματα μπορούν να αναχθούν σε τελευταία ανάλυση στην κίνηση των σωματιδίων… …   Dictionary of Greek

  • Γαίας, υπόθεση της- — Μια σύγχρονη οικολογική αντίληψη η οποία σε γενικές γραμμές αντιμετωπίζει ολόκληρη τη Γη ως ζωντανό οργανισμό. Η ιδέα αυτή ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, από τις εργασίες βιολόγων όπως ο Τζέιμς Λάβλοκ και η Λιν Μάργκουλις, αλλά δεν… …   Dictionary of Greek

  • σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»