-
1 ἀποσφάλλω
A lead astray, drive in baffled course, ; μή.. σφας ἀποσφήλειε πόνοιο lest he balk them of the fruits of toil, Il. 5.567.2 cause to err, Lib.Or.59.147.II mostly in [voice] Pass., esp. in [tense] aor. 2 ἀπεσφάλην [ᾰ], to be balked or disappointed of,τῆς ἐλπίδος Hdt.6.5
; to be deprived of,φρενῶν Sol.33.4
, A.Pr. 472; ; οὐσίας ἀρετῆς ἀπεσφαλμένοι mistaken as to the nature of.., Pl.Lg. 950b; fail in reaching,Ἰταλίας Plu.Pyrrh.15
: abs., make a mistake, D.26.3; go astray,Plu.
2.392b: rare in literal sense, miss one's footing,ἀποσφαλεὶς ἐξ ὕψους ἔπεσε Id.Per.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποσφάλλω
См. также в других словарях:
Κιβωτός της Διαθήκης — Ιερό σκεύος των Εβραίων κατά την αρχαιότητα, που αναφέρεται και ως κιβωτός του Μαρτυρίου. Επρόκειτο για ένα κιβώτιο από ξύλο ακακίας, μήκους περίπου 1,10 μ., πλάτους 0,67 μ. και ύψους 0,67 μ. Ήταν επενδεδυμένο με χρυσό και στην κορυφή έφερε… … Dictionary of Greek
Άλμπα, Φερδινάνδος Αλβαρέθ του Τολέδο δούκας της, — (duque de Alba, Fernando Alvarez de Toledo, Πιεντραχίτα, Άβιλα 1508 – Λισαβόνα 1582). Ισπανός πολιτικός και στρατηγός. Η μορφή του είναι στενά συνδεδεμένη με την πολιτική, το περιβάλλον και το πρόσωπο του Φιλίππου B’ της Ισπανίας, του οποίου… … Dictionary of Greek
Ωριάς, κάστρο της― — Με το όνομα αυτό αναφέρονται πολλά μεσαιωνικά ή μεταγενέστερα φρούρια (κάστρα), σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Τα σημαντικότερα βρίσκονται στην Κυνουρία, στη Μάνη, στην Αρκαδία, στην Κεφαλονιά, στους αρχαίους Πρόνους, στα Tέμπη της Θεσσαλίας, στα … Dictionary of Greek
Εξακουστής, μονή της Παναγίας — Γυναικείο μοναστήρι του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται κοντά στο χωριό Μάλες και εξαρτάται από τη μητρόπολη Ιεραπύτνης και Σητείας. Το 1877, ο μοναχός Ανανίας Μπαρμπεράκης έχτισε το σημερινό μοναστήρι στη θέση του παλαιότερου, το οποίο είχε… … Dictionary of Greek
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek
αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… … Dictionary of Greek
πυραμός — Ο ήρωας μύθου της Βαβυλώνας, που διηγείται ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του: Δυο ερωτευμένοι, που οι γονείς τους δεν τους επέτρεπαν να παντρευτούν, αντάλλαζαν τους ερωτικούς όρκους τους από μια τρύπα που υπήρχε στον τοίχο που χώριζε τα δυο σπίτια … Dictionary of Greek
Μαρία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ονομαζόταν και Μαριάμ. Ήταν η μητέρα του Χριστού, η Θεοτόκος. Οι μόνες πληροφορίες για τον βίο της περιέχονται στα ευαγγέλια και στα απόκρυφα κείμενα. Βλ. λ. Θεοτόκος. 2. Μ. η Μαγδαληνή. Καταγόταν… … Dictionary of Greek
Μοντεσπάν, Φρανσουάζ-Αθηναΐς, μαρκησία του- — (Francoise Athenais de Montespan, 1641 – 1707). Ευνοούμενη του Λουδοβίκου ΙΔ’ της Γαλλίας. Κόρη του μαρκήσιου της Μορτμάρτρ και πρίγκιπα του Τονέ Σαράντ, Γαβριήλ, μπήκε στην Αυλή αρχικά με την ονομασία δεσποινίς ντε Τονέ Σαράντ. Ανατράφηκε και… … Dictionary of Greek
παρθενόπη — I Μικρό νησί του Νότιου Ευβοϊκού κόλπου, κοντά στον Μαραθώνα της Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο του Μαραθώνα. II Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, μία από τις Σειρήνες. Από την απελπισία της, επειδή ο Οδυσσέας κατόρθωσε να… … Dictionary of Greek
ημιθέα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Η. η Μελποδία. Κόρη του Στάφυλου, που της εμπιστεύτηκε τη φύλαξη του νεοφυτεμένου αμπελιού του. Η H. αποκοιμήθηκε και δεν κατάλαβε πως είχαν μπει στο αμπέλι χοίροι, που έφαγαν τα κλήματα. Για να σωθεί από την οργή… … Dictionary of Greek