-
21 измеритель
ο μετρητής. - видимости (метео) - ορατότητας- расхода (газа жидкости) - κατανάλωσης (αερίου, υγρού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > измеритель
-
22 ослабление
ослабление с η ελάττωση, η χαλάρωση· \ослабление международной напряжённости η μίωση (или χαλάρωση) της διεθνούς έντασης* * *сη ελάττωση, η χαλάρωσηослабле́ние междунаро́дной напряжённости — η μείωση ( или χαλάρωση) της διεθνούς έντασης
-
23 разрядка
разрядка ж полит· η ύφεση· \разрядка международной напряжённости η ύφεση της διεθνούς έντασης' политика \разрядкаи напряжённости η πολιτική κατευνασμού* * *ж полит.η ύφεσηразря́дка междунаро́дной напряжённости — η ύφεση της διεθνούς έντασης
поли́тика разря́дки напряжённости — η πολιτική κατευνασμού
-
24 по...
πρόθεμαIΧρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. απόκτηση ιδιότητας ή ποιότητας σε μεγάλο ή μικρό βαθμό: побелеть, повзрослеть, подешеветь, покраснеть κλπ.2. περιαγωγή της ενέργειας ως το αποτέλεσμα: побрить, погибнуть, посеять.3. ενέργεια εκτελούμενη μια φορά: поблагодарить, поглядеть, попросить κλπ.4. ενέργεια περιορισμένης διάρκειας: побегать, поговорить, поработать, посидеть κλπ.5. αρχή της ενέργειας: побежать, повеять, погнать.6. (μόνο από ρ.δ. με επιθέματα «-ыва-» «-ива-» κ. «-ва-») ενέργεια ακαθόριστης διάρκειας ή επανάλειψης: поглядывать, похаживать, почитывать.7. ενέργεια μειωμένης έντασης• μικρής ισχύος, επιφανειακού χαρακτήρα: позолотить, помазать, попудрить.8. επέκταση της ενέργειας σε όλα ή μερικά αντικείμενα: попадать, помёрзнуть, попрятать.9. βαθμιαία ενέργεια: попривыкнуть, понабросать κλπ.. || σχηματίζει ρ.σ. όπως: подарить, пожелать, познакомиться, понравиться, поцеловатьсяIIΧρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων με σημασία:1. κατοπινή της σημασίας της ρίζας του επιθέτου: пореформенный, посмертный.2. αντιστοιχία της σημασίας της ρίζας και του προθέματος: посильный, поземельный.3. αναφερόμενη για το καθένα από τα αντικείμενα, που υποδείχνει η ρίζα.Κατά το σχηματισμό του συγκριτικού βαθμού των επιθέτων και επιρρημάτων μειώνει τη σημασία αυτών: поменьше, помоложе, постарше.IVΧρησιμοποιείται για το σχηματισμό επιθέτων και ουσιαστικών με σημ. εγγύτητας ή κατά μήκος: поволжский, пограничный, побережье, подорожник.VΣε συνδυασμό με επίθετα σχηματίζει επιρρήματα τροπικά: по-новому, по-прежнему, по-русски, по-гречески.VIΣε συνδυασμό με κτητικές αντωνυμίες σχηματίζει επιρρήματα με σημασία αντιστιχούσα με τη γνώμη ή επιθυμία (κάποιου)•по-моему, по-твоему, по-своему κ.τ.τ.
-
25 регулировка
1. (процесс) η ρύθμιιΐιση- зажигания я - της ανάφλεξης, ο (συγ)χρονισμός της ανάφλεξης2. (устройство или ручка органа регулировки) о ρυθμιστήςτο χειριστήριο ρύθμισης- накала (рад.элн.) - πυράκτωσηςэлн.) - του ήχου- τόνουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > регулировка
-
26 коррекция
η διόρθωσηамплитудная свз. - του εύρους- гирокомпаса инерциальная (нвг.) κεκτημένη - της γυροπυξίδας- гирокомпаса магнитная (нвг.) μαγνητική - της γυροπυξίδαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > коррекция
-
27 распределение
η κατανομ/ή, η διανομή, ο καταμερισμός, η μοιρασιά, το μοίρασμαдвумерное - мат. δισδιάστατη --каналов рад. - των διαύλων/καναλιών-капиталовложений - των κεφαλαίων/επενδύσεων- невязки (геод.) - των σφαλμάτωνнепрерывное - συνεχής -, αδιάκοπη -разрывное - ασυνεχής -, διακεκομμένη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распределение
-
28 на...
πρόθεμαI.Χρησιμοποιείται για σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:1. κατεύθυνση της ενέργειας στην επιφάνεια του αντικείμενου: α) σύγκρουση, επαφή με το αντικείμενο: наткнуться на камень προσκρούω στην πέτρα, β) επίθεση, τοποθέτηση στο αντικείμενο, στην επιφάνεια του αντικειμένου: наклеить на стену επικολλώ στον τοίχο•нашить (на платье) επιρράπτω (στο φόρεμα).
2. πραγματοποίηση ενέργειας στην επιφάνεια του αντικειμένου ή σχηματισμός στην επιφάνεια: налипнуть, намрзнуть, насохнуть βλ. ρ.3. πλήρη επάρκεια ενέργειας: α) επέκταση της ενέργειας σε ακαθόριστο πλήθος αντικειμένων: набрать (ягод) μαζεύω (καρπούς)•настирать (белья) πλύνω (ρούχα). β) μέχρι το κανονικό ή το καθορισμένο, όριο: нарастить темпы αυξαίνω τους ρυθμούς. γ) γέμισμα με κάτι: набить погреб γεμίζω το υπόγειο•
накачать шину φουσκώνω το λάστιχο τροχού. δ) ολοκλήρωση της ενέργειας επιμελημένη εκτέλεση: нагладитъ, намыть, начистить βλ. ρ. παρακάτω, ε) (με το μόριο -(ся) εκτελώ αρκετά, ικανοποιήθηκα: нагуляться, насидеться.
4. (μόνο από θέμα ρ.δ. και με επιθέματα: -ива, -ыва, -ва τα οποία προσδίνουν στα ρ. σημασία μακράς διαρκείας)• σημαίνει μείωση έντασης της ενέργειας ή σημαντική δύναμη αυτής παραδείγ. χάρη: наигрывать, напевать, насвистывать.II.Σχηματίζει ρ.σ. μερικών ρημάτων: набальзамировать, напечатать, написать.III.Σχηματίζει επ. και ουσ. με σημ. ύπαρξης επί της επιφάνειας και αντιστοιχεί με το ελληνικό πρόθεμα «επί»: нагрудный, настольный, настенный, нарукавник, наколенник.IV.Σχηματίζει επιρ. με σημ. υπερθετικού β. ως εξής: крепко-накрепко, строго-настрого. -
29 ослабление
-я ουδ.εξασθένιση, αδυνάτισμα•ослабление организма εξασθένιση του οργανισμού.
|| μείωση, ελάττωση, λιγόστεμα. || ξέσφι,γμα. || μτφ. χαλάρωση•ослабление дисциплины χαλάρωση της πειθαρχίας•
-международной напряжнности χαλάρωση (ύφεση) της διεθνούς έντασης.
-
30 смягчение
-я ουδ.1. μαλάκωμα, μαλάκυνση, απάλυνση.2. μτφ. καταπράϋνση, κατευνασμός.3. μείωση, ελάττωση• μετρίαση. || εξασθένιση, αδυνάτισμα. || μτφ. ύφεση•смягчение международной напряжнности ύφεση της διεθνούς έντασης.
4. μαλάκυνση της προφοράς των συμφώνων. -
31 контрастность
η κλίμακα έντασης (των χρωμάτων ή της φωτεινότητας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > контрастность
-
32 растяжка
1. (диапазона) η διεύρυνση της περιοχής (των ραδιοκυμάτων) 2. (элемент конструкции) το στοιχείο υπό εφελκυσμό 3. тех. о εντατήρας, η δοκός 4. (наружной обшивки) мор. το σχέδιο (ελασμάτων) του εξωτερικού περιβλήματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > растяжка
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
φωτομετρία — Κλάδος της οπτικής, που έχει ως αντικείμενο τη μέτρηση της ποσότητας φωτεινής ενέργειας που εκπέμπει μια πηγή ή δέχεται μια επιφάνεια. Στις φωτομετρικές μετρήσεις, οι οποίες εκτελούνται με οπτική σύγκριση της φωτεινότητας από διαφορετικές πηγές,… … Dictionary of Greek
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
αυτεπαγωγή — Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται ηλεκτρεγερτική δύναμη επαγωγής, στα άκρα ενός κυκλώματος, όταν μεταβάλλεται η ένταση του ρεύματος που διαρρέει το κύκλωμα. Κάθε αγωγός που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα σχηματίζει γύρω από αυτόν μαγνητικό… … Dictionary of Greek
Μίλικαν, Ρόμπερτ Άντριους — (Robert Andrews Millikan, Μόρισον, Ιλινόις 1868 – Πασαντίνα, Καλιφόρνια 1953). Αμερικανός φυσικός. Για πολλά χρόνια υπήρξε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και το 1921 ανακηρύχθηκε διευθυντής του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Καλιφόρνιας στην … Dictionary of Greek