-
1 τηλέπορος
τηλέ-πορος, ον,A far-travelling, far-reaching,τ. βόαμα Lyr.Adesp.102
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηλέπορος
См. также в других словарях:
ναύπορος — ναύπορος, ον (Α) (για λίμνες και ποτάμια) αυτός τον οποίο μπορεί να διέλθει κανείς με πλοίο, ο πλωτός («κέλσας ἐπ ἀκτὰς ναυπόρους τὰς Παλλάδος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. τηλέ πορος). Η προπαροξυτονία προσδίδει … Dictionary of Greek