-
1 τηλεφωνική κίνηση
el tr'ansit telef'onic -
2 κλήση
(τηλεφωνική)la trucada -
3 telefonlaşma
τηλεφωνική επικοινωνία -
4 τηλεφωνικός
η, ό[ν] телефонный;τηλεφωνική σύνδεση (γραμμή) — телефонная связь (линия);
τηλεφωνικόν δίκτυον — телефонная сеть;
τηλεφωνική συσκευή — телефонный аппарат;
τηλεφωνικός δίαυλος — телефонный канал;
τηλεφωνική συνδιάλεξη — телефонный разговор;
τηλεφωνικός κατάλογος (θάλαμος) — телефонная книга (будка)
-
5 аппарат
аппарат м 1) (прибор) η μηχανή, το μηχάνημα; теле фонный \аппарат η τηλεφωνική συσκευή 2) (орган управления ) ο μηχανισμός государственный \аппарат о κρατικός μηχανισμός* * *м1) ( прибор) η μηχανή, το μηχάνημαтелефо́нный аппара́т — η τηλεφωνική συσκευή
2) ( орган управления) ο μηχανισμόςгосуда́рственный аппара́т — ο κρατικός μηχανισμός
-
6 связь
связь ж 1) (телеграфная и т. л.) η επικοινωνία; η συγκοινωνία (сообщение)· телефонная \связь η. τηλεφωνική επικοινωνία 2) (отношения) о δεσμός, η σχέση; культурные \связьи οι πνευματικές σχέσεις ◇ в \связьй с... σχετικά με...· με την ευκαιρία... (по случаю)* * *см. связать 1)1) (телеграфная и т. п.) η επικοινωνία; η συγκοινωνία ( сообщение)телефо́нная связь — η τηλεφωνική επικοινωνία
2) ( отношения) ο δεσμός, η σχέσηкульту́рные связи — οι πνευματικές σχέσεις
••в связи́ с... — σχετικά με…; με την ευκαιρία... ( по случаю)
-
7 телефонный
телефонный τηλεφωνικός; \телефонныйая станция о τηλεφωνικός σταθμός; \телефонныйая книга о τηλεφωνικός κατάλογος; \телефонный разговор η τηλεφωνική συνδιάλεξη* * *телефо́нная ста́нция — ο τηλεφωνικός σταθμός
телефо́нная кни́га — ο τηλεφωνικός κατάλογος
телефо́нный разгово́р — η τηλεφωνική συνδιάλεξη
-
8 аппарат
1. (прибор, приспособление, техническое устройство) η συσκευή, το μηχάνημα, ο μηχανισμόςотделочный - τε-λειώματος/φινιρίσματοςперегонный хим. απόσταξης2. (система органов человека, животного или растения, выполняющих какую-л. определённую функцию организма) το σύστημα 3. (учреждение или система учреждений) η μηχανή, ο μηχανισμόςгосударственный - κρατική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аппарат
-
9 вызов
1. (посылка вызывного сигнала) η κλήσηизбирательный - επιλεκτική/εκλεκτική -2. (юр) η κλήση 3. (приглашение, требование) η πρόσκληση, το κάλεσμα 4. (причина чего-л.) η πρόκληση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вызов
-
10 заказывать
1. (поручить изготовить, исполнить, доставить что-л.) παραγγέλλω 2. (резервировать) κλείνω, κάνω κράτησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заказывать
-
11 линия
η γραμμ/ήавтоматическая маш. - αυτόματη -атмосферная (тепл.) ατμοσφαιρική -базисная мат. - βάσηςбесконечная мат. - άπειρη -- внутренней связи (тлф.) το κύκλωμα της εσωτερικής επικοινωνίαςвходная вчт. - εισαγωγής- движения (частиц электрона и т.п.) - κίνησηςдиаметральная - дока мор. διαμήκης - της δεξαμενήςизмерительная (элн.) - μέτρησηςискусственная эл. - τεχνητή -килевая мор. - της τρόπιδαςконтактная эл. - επαφήςконтрольная (геод.) - ελέγχουмеридианная ο μεσημβρινός, μεσημβρινή -несимметричная свз. - ασύμμετρη -- погружения предельная мор. - φόρτωσης, μέγιστηпунктирная - διακεκομμένη -, εστιγμένη -- ισχύος- σύνδεσηςтеоретическая - мор. θεωρητική -упругая - (сопр.) ελαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > линия
-
12 связь
1. (общение, возможность сообщения) η επικοινωνίαмногоканальная - μέσω πολλών διαύλων, φερέσυχνος -светосигнальная - μέσω φωτεινών σημάτων/φωτεινής σηματοδότησης2. (взаимные отношения между кем-, чем-л.) η σχέσ/η, ο δεσμόςэкономические - и οικονομικές - εις 3 (в соединениях атомах молекулах) ο δεσμός4. (в цепях, между элементами и т.п.) (элн.) о σύνδεσμος, το ενισχυτικόжёсткая - (элн.) η στερεά σύζευξηтрансформаторная - (элн.) η σύζευξη του μετασχηματιστή5. (элемент конструкции) η δοκός 6. грам. η σύνδεση 7. (лог.) η σύνδεση, причинная - αιτιοκρατική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > связь
-
13 уведомление
η ειδοποίηση, η αναγγελία, η πληροφόρησηпосылать - αποστέλλω/στέλνω -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уведомление
-
14 аппарат
аппаратм1. тех. ἡ συσκευή, τό μηχάνημα:телефонный \аппарат τό τηλέφωνο, ἡ τηλεφωνική συσκευή; фотографический \аппарат ἡ φωτογραφική μηχανή;2. (работники учреждения, штат) ὁ μηχανισμός:административный \аппарат ἡ διοικητικός μηχανισμός; государственный \аппарат ὁ κρατικός μηχανισμός;3. физиол. (совокупность органов) τά ὅργανα:дыхательный \аппарат τά ἀναπνευστικά ὅργανα -
15 вызов
вызовм1. ἡ κλήση, ἡ κλήσις, ἡ πρόσκληση, ἡ πρόκληση:\вызов по телефону ἡ τηλεφωνική πρόσκληση· \вызов в суд ἡ δικαστική κλήση·2. (на состязание) ἡ πρό(σ)κληση. -
16 междугородный
междугородн||ыйприл ὑπεραστικός:\междугородныйая телефонная связь ἡ ὑπεραστική τηλεφωνική ἐπικοινωνία. -
17 разговор
разговорм ἡ συζήτηση [-ις], ἡ «ουνομι-λία, ἡ κουβέντα, ἡ συνδιάλεξη [-ις]:дружеский \разговор ἡ φιλική συζήτηση· телефонный \разговор ἡ τηλεφωνική συνδιάλεξη· вести \разговор συνομιλώ· заводить (вступать в) \разговор ἀνοίγω (πιάνω) συζήτηση· переводить \разговор на другое ἀλλάζω κουβέντα· обрывать \разговор διακόπτω τήν συζήτηση· без лишних \разговоров χωρίς περιττές κουβέντες· и \разговора об этом не было δέν ἐγινε κάν λογος γι ' αὐτό· только и \разговору что об этом εἶναι τό μοναδικό θέμα συζήτησης· верну́ться к \разговору о чем-л. ἐπανέρχομαι σέ κάποιο ζήτημα· ◊ быть предметом \разговора εἶμαι τό θέμα τής συζήτησης. -
18 сообщение
сообщени||ес1. (известие) ἡ ἀνακοί-νωση [-ις], ἡ εἰδηση [-ις], ἡ κοινοποίηση[-ις]:официальное \сообщение ἡ ἐπίσημη ἀνακοίνωση· по последним \сообщениеям печати σύμφωνα μέ τίς τελευταίες πληροφορίες τοῦ τύπου·2. (связь) ἡ ἐπικοινωνία, ἡ συγκοινωνία:пути́ \сообщениея οἱ συγκοινωνίες' железнодорожное \сообщение ἡ σιδηροδρομική συγκοινωνία· воздушное \сообщение οἱ ἀεροπορική συγκοινωνία· телефонное \сообщение ἡ τηλεφωνική ἐπικοινωνία -
19 телефон
телефонм τό τηλέφωνο[ν]:междугородный \телефон ἡ ὑπεραστική τηλεφωνική γραμμή· \телефонавтомат τό αὐτόματο τηλέφωνο· звони́ть по \телефону τηλεφωνώ· вызывать к. -
20 επανασυνδέω
μετ.1) вновь соединять, связывать; 2) восстанавливать;επανασυνδέω διπλωματικές σχέσεις — восстанавливать дипломатические отношения;
επανασυνδέω τηλεφωνική συγκοινωνία — восстанавливать телефонную связь
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από … Dictionary of Greek
σύνδεση — η / σύνδεσις, έσεως, ΝΜΑ [συνδέω] η ενέργεια τού συνδέω, ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, συνένωση νεοελλ. 1. συγκράτηση, συνοχή 2. βιολ. η αλληλεξάρτηση τών γονιδίων που προκύπτει από την κατανομή και τη θέση τους πάνω στα χρωματοσώματα και η … Dictionary of Greek
τηλεφωνικός — ή, ό, Ν τηλεπ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τηλέφωνο ή στην τηλεφωνία (α. «τηλεφωνικό δίκτυο» β. «τηλεφωνικό κέντρο» γ. «τηλεφωνική συσκευή») 2. αυτός που γίνεται με το τηλέφωνο («τηλεφωνική συνομιλία»). επίρρ... τηλεφωνικώς και… … Dictionary of Greek
τηλεπικοινωνίες — Κάθε μέθοδος κατάλληλη να μεταδώσει πληροφορίες μακρύτερα από εκεί που φτάνει συνήθως η ανθρώπινη φωνή. Από την ευρύτατη αυτή έννοια εξαιρείται η μεταβίβαση γραπτών μηνυμάτων ή άλλων αντικειμένων (ταχυδρομείο) και περιλαμβάνονται μόνο τα οπτικά,… … Dictionary of Greek
τηλεφωνικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο σχετικός με την τηλεφωνία ή το τηλέφωνο: Τηλεφωνική εγκατάσταση. 2. αυτός που γίνεται με το τηλέφωνο: Τηλεφωνική συνδιάλεξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
κέντρο — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 114 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, αριστερά του ποταμού Αλιάκμονα, 30 χλμ. ΝΑ της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βεντζίου. 2.… … Dictionary of Greek
κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… … Dictionary of Greek
κραρουπισμός — ο παλαιά μέθοδος για την αύξηση τής επαγωγικής αντίστασης ενός ζεύγους αγωγών σε μια τηλεφωνική ή τηλεγραφική γραμμή με την περιέλιξη κάθε αγωγού με λεπτό σύρμα, με λεπτή σιδερένια ταινία ή με ταινία μαγνητικού κράματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην… … Dictionary of Greek
κρυπτοτηλεφωνία — η (κρυπτ.) η τηλεφωνική μετάδοση κρυπτογραφημένων σημάτων ή μηνυμάτων … Dictionary of Greek
μεταγωγή — η (Α μεταγωγή) [μετάγω] μεταφορά, μετακόμιση, διακομιδή, μεταβίβαση νεοελλ. 1. τηλεπ. το σύνολο τών χειροκίνητων ή αυτόματων χειρισμών που εξασφαλίζουν την τηλεφωνική επικοινωνία ανάμεσα σε δύο συνδρομητές 2. το σύνολο τών χειρισμών που… … Dictionary of Greek