-
1 πολίζω
Aἐπόλισσα A.R.1.178
,πόλισσα Il.7.453
: ([etym.] πόλις):— build a city: generally, build,[τεῖχος] πολίσσαμεν Il.
l.c.; ἣν ἐπόλισσεν (sc. τὴν πάτρην) Epigr.Gr. 982 ([place name] Philae):—[voice] Pass.,Ἴλιος πεπόλιστο Il. 20.217
;Δωδώνη πεπόλισται Hes.Fr.134.5
, cf. Hdt.4.108, 5.52, al.;ἐφ' ἁμαξῶν πεπολισμένοι Philostr. VA6.25
:—[voice] Med., build for oneself, A.R.1.1346;τὴν Ῥώμην σὺν τοῖς ἄλλοις ἐπολίσαντο D.H.1.30
.II build a city or cities on or in a place,χωρίον πολίζειν X.An.6.6.4
;τὴν χώραν Str.8.5.4
;τὸν τόπον Plu.Rom.9
:—[voice] Pass., .—[dialect] Ep., [dialect] Ion., X., and later Prose.
См. также в других словарях:
πολίζω — ΜΑ [πόλις] κάνω έναν τόπο πόλη, οικίζω («τὴν ἔρημον ἐπόλισας τρόποις ἐν φιλοσόφοις», Μηναί.) αρχ. 1. ιδρύω πόλη 2. (γενικά) χτίζω, ανεγείρω («τὸ [τεῑχος] ἐγὼ καὶ Φοῖβος Ἀπόλλων ἥρῳ Λαομέδοντι πολίσσαμεν ἀθλήσαντε», Ομ. Ιλ.) 3. μέσ. πολίζομαι… … Dictionary of Greek