-
1 κέλης
A courser, riding-horse, Ὀδυσσεὺς ἀμφ' ἑνὶ δούρατι βαῖνε, κέληθ' ὡς ἵππον ἐλαύνων bestrode one plank, as if riding on a horse, Od.5.371 (κ. ἵππος also in later Prose, SIG 314A7,36, al. (Arc., iv B.C.), Plu.Alex.3, Paus.6.14.4);κ. καὶ ἅρματα Hdt.7.86
;ἵππον κέλητ' ἀσκοῦντα Eup.152
; ; freq. in the titles of Pindar's Odes, as O.1;νίκας Πυθοῖ καὶ Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ τεθρίπποις τε καὶ κέλησι Pl.Ly. 205c
, cf. Plin.HN 34.19; κ. πωλικός, τέλειος, IG2.966.II fast-sailing yacht with one bank of oars, Hdt.8.94, Th.4.9, 8.38, X.HG1.6.36, Ephipp.5.17 (anap.), Plb.5.94.8, Plin.HN7.208, etc.III sens. obsc. (with play on 1), Ar.Lys.60; soἥρως Κέλης Pl.Com.174.18
.
См. также в других словарях:
τέθριππος — Αυτός που σύρεται από 4 άλογα (ίππους). Το τέθριππο άρμα είχε 2 μεσαία άλογα, που τα έλεγαν ζυγίους, και 2 ακραία, τους σειραίους ή σειροφόρους ή παρηόρους. Το χρησιμοποιούσαν ιδίως στις αρματοδρομίες της Ολυμπίας. Αρχικά τα άλογα ήταν κανονικά,… … Dictionary of Greek