-
1 ἐπαμείβω
A exchange, barter,τεύχεα δ' ἀλλήλοις ἐπαμείψομεν Il.6.230
;φύσεις ἐ. Orph.A. 422
:—[voice] Med., come one after another, come in turn to,νικη δ' ἐπαμείβεται ἄνδρας Il.6.339
; ἐξαῦτις δ' ἑτέρους ἐπαμείψεται (sc. κήδεα) Archil.9.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπαμείβω
См. также в других словарях:
επαμείβω — (Α ἐπαμείβω) νεοελλ. «επαμειβόμενον έπαλθον» έπαθλο που ο κάτοχός του δεν δικαιούται να κρατήσει περισσότερο από μια αγωνιστική περίοδο, αλλά οφείλει να τό παραδώσει, για να δοθεί στον νικητή τής επόμενης περιόδου αρχ. 1. ανταλλάσσω («τεύχεα δ… … Dictionary of Greek