Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τεχνίτης

  • 41 δημιουργός

    δημιουργός, οῦ, ὁ (s. δημιουργέω; Hom.+; ins; 2 Macc 4:1; Philo, Joseph.; apolog., exc. Mel.) one who designs someth. and constructs it, craftsworker, builder, maker, creator, also of divine activity (so e.g. Pla., Tim. 28a and c; 29a; 31a al., Rep. 7, 530a; X., Mem. 1, 4, 7; 9; Epict. 2, 8, 21; Maximus Tyr. 41, 4d ὕλην ὑποβεβλημένην δημιουργῷ ἀγαθῷ; Philostrat., Vi. Apoll. 8, 7, 312, 26; Herm. Wr. 1, 9–11; Damascius, De Principiis §270, II 137 Ruelle; Philo, Op. M. 10, Mut. Nom. 29; Jos., Ant. 1, 155 and 272; 7, 380. On gnostic views s. AHilgenfeld, Ketzergeschichte 1884 index under Demiurg; for later lit. KRudolph, ABD II 1039f), as in our lit. (also TestJob 39:12; ApcEsdr 32:16 Tdf.) throughout: (w. τεχνίτης; cp. Lucian, Icar. 8; Philo, Mut. Nom. 29–31; Orig., C. Cels. 1, 37, 12 al.; w. ποιητής Theoph. Ant. 2, 34 [p. 186, 1]; w. ἄρχων and βασιλεύς Did., Gen. 57, 10) Hb 11:10; Dg 7:2; (w. δεσπότης) ὁ μέγας δ. 1 Cl 20:11; cp. 33:2; Dg 8:7; ὁ δ. τῶν ἁπάντων (Ael. Aristid. 37, 2 K.=2 p. 13 D.; Herm. Wr. 9, 5 θεός, πάντων δημιουργὸς ὤν; Philostrat., Vi. Soph. 2, 5, 11) 1 Cl 26:1; 59:2; (w. πατήρ; cp. Hierocles 1, 417; Herm. Wr. 5, 11; Did., Gen. 22, 4) 35:3.—Harnack, SBBerlAk 1909, 60, 1; TSchermann, TU 34, 2b, 1909, 23; FPfister, SBHeidAk 1914 no. 11, 9; Dodd 136–44 al.; AvdOudenrijn, Demiourgos: diss. Utr. ’51; WTheiler, RAC III ’56, 694–711 (lit.); HWeiss, Untersuchungen z. Kosmologie: TU 97, ’66, 44–52; Kl. Pauly I 1472f.—EDNT. DELG s.v. ἔργον. M-M. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > δημιουργός

  • 42 σοφός

    σοφός, ή, όν (s. two prec. entries; Pind., Hdt.et al.; LXX, TestSol, Test12Patr; JosAs 13:11; ApcSed 14:8 p. 136, 14 Ja; Ep-Arist, Philo, Joseph., apolog. exc. Mel.) prim. a clever pers. who knows how to do someth. or construct someth., such as buildings, poems (so esp. Pind.; many philosophers published their thoughts in verse), speeches.
    pert. to knowing how to do someth. in a skillful manner, clever, skillful, experienced (Pind., N. 7, 17 [25] of mariners; τεχνίτης Iren. 1, 8, 1 [Harv. I 68, 1]) ς. ἀρχιτέκτων 1 Cor 3:10 (Is 3:3; cp. Il. 15, 412 σοφία τέκτονος; Eur., Alc. 348 σοφὴ χεὶρ τεκτόνων; Maximus Tyr. 6, 4d ὁ τέκτων ς.; Philo, Somn. 2, 8). Cp. 6:5. σοφὸς ἐν διακρίσει λόγων skillful in the interpretation of discourse 1 Cl 48:5 (ς. ἐν as Maximus Tyr. 24, 6b).
    pert. to understanding that results in wise attitudes and conduct, wise
    of humans
    α. wise, learned, having intelligence and education above the average, perh. related to philosophy (Pind. et al.; Jos., Bell. 6, 313; Just., D. 5, 6; Tat., 33, 4; Ath. 29, 1; w. πεπαιδευμένος and φρόνιμος Orig., C. Cels. 3, 48, 8): ὁ σοφός beside ὁ ἰσχυρός and ὁ πλούσιος 1 Cl 13:1 (Jer 9:22); 38:2. Opp. ἀνόητος Ro 1:14. Those who are wise acc. to worldly standards, the σοφὸς κατὰ σάρκα 1 Cor 1:26 (cp. ὁ τοῦ κόσμου ς. Hippol., Ref. 4, 43, 1), stand in contrast to God and God’s wisdom, which remains hidden for them Ro 1:22 (Just., D. 2, 6 ᾤμην σοφὸ γεγονέναι; Oenomaus in Eus., PE 5, 34, 10 οἰομένους εἶναι σοφούς); 1 Cor 1:19 (Is 29:14), 20, 27; 3:19 (cp. Job 5:13), 20 (Ps 93:11); IEph 18:1. W. συνετός (Jos., Ant. 11, 57; 58; Just., D. 123, 4) Mt 11:25; Lk 10:21 (s. WNestle, Vom Mythos zum Logos ’42, 13–17; GKilpatrick, JTS 48, ’47, 63f).
    β. wise in that the wisdom is divine in nature and origin (opp. ἄσοφος) Eph 5:15. (Opp. μωρός) 1 Cor 3:18ab. W. ἐπιστήμων (Philo, Migr. Abr. 58) Js 3:13; B 6:10. σοφὸς εἰς τὸ ἀγαθόν (opp. ἀκέραιος εἰς τὸ κακόν) Ro 16:19. Jesus intends to send out προφήτας καὶ σοφοὺς κ. γραμματεῖς Mt 23:34.
    of God. In the abs. sense God is called σοφός (Sir 1:8; cp. 4 Macc 1:12; SibOr 5, 360.—Ael. Aristid. 46 p. 409 D.: σοφώτατον εἶναι θεόν.—Orig., C. Cels. 3, 70, 9) μόνος σοφὸς θεός (Ps.-Phoc. 54 εἷς θεὸς σοφ.; Herm. Wr. 14, 3; s. GRudberg, ConNeot 7, ’42, 12) Ro 16:27; 1 Ti 1:17 v.l.; Jd 25 v.l.; cp. 1 Cor 1:25. ὁ σοφὸς ἐν τῷ κτίζειν 1 Cl 60:1 (w. συνετὸς ἐν τῷ κτλ.). σοφὴ βουλή God’s wise counsel Dg 8:10. (On 2aβ and b cp. Sb 6307 [III B.C.] of Petosiris the astrologer: ἐν θεοῖς κείμενος, μετὰ σοφῶν σοφός.)—B. 1213. DELG. M-M. EDNT. TW. Sv.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > σοφός

См. также в других словарях:

  • τεχνίτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. τεχνίτρα και τεχνίτρια Ν, και θηλ. τεχνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που γνωρίζει και ασκεί μια τέχνη, ιδίως χειρωνακτική, μάστορης 2. αυτός που χρησιμοποιεί τους κανόνες ενός τομέα τής τέχνης για την εκτέλεση ενός έργου (α. «ο άντρας …   Dictionary of Greek

  • τεχνίτης — ο θηλ. τεχνίτρα 1. αυτός που ξέρει ή εξασκεί κάποια τέχνη, ο μάστορας: Ήρθε ο τεχνίτης του πλυντηρίου. 2. επιδέξιος, μαστορικός: Είναι τεχνίτης στη δουλειά του. 3. πανούργος, πονηρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεχνίτης — τεχνί̱της , τεχνίτης artificer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνῖτα — τεχνίτης artificer masc voc sg τεχνίτης artificer masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνῖται — τεχνίτης artificer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • δαίδαλος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, δισέγγονος του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα. Περίφημος τεχνίτης (το όνομά του προέρχεται από το ρήμα δαιδάλλω, που σημαίνει εργάζομαι με τέχνη), κατασκεύασε σπουδαία αρχιτεκτονικά και γλυπτά… …   Dictionary of Greek

  • μάστορας — (I) και μάστορης και μάστουρας, ο (Μ μάστορας και μάστορος και μάστρος) 1. έμπειρος τεχνίτης, άριστος γνώστης μιας τέχνης («έμαθε κοντά σε καλό μάστορα την τέχνη» 2. αυτός που διευθύνει εργάτες, αρχιτεχνίτης, κάλφας, προϊστάμενος και επόπτης… …   Dictionary of Greek

  • πολυτεχνίτης — ο, θηλ. ίτισσα και ίτρα, Ν 1. αυτός που γνωρίζει ή ασκεί πολλές τέχνες, πολλά επαγγέλματα, ο πολύτεχνος 2. παροιμ. «πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης» λέγεται για να δηλώσει ότι αυτός που ασχολείται με πολλές τέχνες δεν ευδοκιμεί τελικά σε καμία.… …   Dictionary of Greek

  • δημιουργός — ό (AM δημιουργός, όν Α και δαμιοργός) 1. αυτός που δημιουργεί, παράγει κάτι, ο γενεσιουργός (α. «δεινός δημιουργός λόγων», Αισχ. β. «ἡταν δημιουργός πολλών έργων») 2. αυτός που προκαλεί ή προκάλεσε κάτι, ο οποίος είναι ο αίτιος κάποιου… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροτεχνίτης — ο τεχνίτης ειδικός στην εκτέλεση ηλεκτρικών εγκαταστάσεων και στον χειρισμό ή στην επισκευή ηλεκτρικών μηχανών, οργάνων ή εργαλείων, αλλ. ηλεκτρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrotechnician < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) +… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»