-
1 τετραπλασιεπιτριμερής
τετρα-πλασι-επι-τρι-μερής, ές, 4 + 3/4 mal so groß (4: 19)
См. также в других словарях:
τετραπλασιεπιτριμερής — ές, Α ο τέσσερεις και 3/4 φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραπλάσιος + ἐπιτριμερής] … Dictionary of Greek
1 τετραπλασιεπιτριμερής
τετραπλασιεπιτριμερής — ές, Α ο τέσσερεις και 3/4 φορές μεγαλύτερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραπλάσιος + ἐπιτριμερής] … Dictionary of Greek