-
1 τετρύχωται
τετρύ̱χωται, τρυχόομαιperf ind mp 3rd sgτρυχόωwear out: perf ind mp 3rd sg
См. также в других словарях:
τετρύχωται — τετρύ̱χωται , τρυχόομαι perf ind mp 3rd sg τρυχόω wear out perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)