-
1 τετρακέρατος
τετρᾰ-κέρᾱτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετρακέρατος
См. также в других словарях:
τρικέρατος — η, ο / τρικέρατος, ον, ΝΜ αυτός που έχει τρία κέρατα, τρίκερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κέρατος (< κερας, ατος), πρβλ. τετρα κέρατος] … Dictionary of Greek