-
1 τετραπτολις
(acc. ιν) adj. населяющий четырехградье (т.е. атт. города Οἰνόη, Μαραθών, Προβάλινθος и Τρικόρυθος)(τ. λαός Eur.)
-
2 τετραπολις
- εως (ᾰ) ἥ союз четырех городов, четырехградье Thuc., Arst., Plut. (см. τετράπτολις См. τετραπτολις)
См. также в других словарях:
τετράπτολις — όλεως, ἡ, Α (ποιητ. τ.) βλ. τετράπολις … Dictionary of Greek
τετράπολις — Σύνδεσμος, στην αρχαιότητα, 4 πόλεων ή δήμων, πολιτικός ή θρησκευτικός. Οι σπουδαιότεροι ήταν: 1. Τ. η Αττική. Την Τ. αποτελούσαν οι δήμοι Μαραθώνα, Οινόης, Προβαλίνθου και Τρικορύθου. Τους ένωνε η κοινή λατρεία σε ναό του Ηρακλή. 2. Τ. η Δωρική … Dictionary of Greek