Перевод: с греческого на все языки

τελικ

Ничего не найдено.

Попробуйте поискать во всех возможных языках

или измените свой поисковый запрос.

См. также в других словарях:

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • επειδή — (AM ἐπειδή, Μ και ἐπειδής) (σύνδ.) (αιτιολ.) διότι, μια και, για τον λόγο ότι («εσύ, άξε Θεέ μου, πειδή μ ορίζει η χάρη σου ς τούτο βοήθησέ μου», Φορτουν.) αρχ. μσν. χρον. όταν, αφού («ἐπεὶ δὲ ἐτελεύτησεν Δαρεῑος», Ξεν.) μσν. χρον. τη στιγμή που… …   Dictionary of Greek

  • να — (I) (Μ νά και νάν και νέ) (σύνδ.) 1. (τελικ.) για να, με σκοπό να (α. «τόν έστειλα να πάρει κρασί» β. «θα πάω να τόν βρω») 2. (υποθ.) εάν, αν (α. «να τό ήξερα, θα στό λεγα» β. «στερνή μου γνώση να σ είχα πρώτα», παροιμ. φρ.) 3. (εναντ.) και αν… …   Dictionary of Greek

  • ποί — (I) Α επίρρ. 1. (ερωτ.) πού; προς ποιο μέρος; (α. «νῡν δὲ ποῑ με χρὴ μολεῑν;» β. «ποῑ τις φροντίδος ἔλθῃ;», Σοφ.) 2. χρον. ώς πότε; («ποῑ γὰρ καὶ χρῆν ἀναμεῑναι;», Αριστοφ.) 3. (τελικ.) για ποιο σκοπό; γιατί; («ποῑ δὴ πατεῑς, Κίλισσα, δωμάτων… …   Dictionary of Greek

  • προστατεύω — ΝΑ [προστάτης] νεοελλ. 1. προφυλάσσω από τους κινδύνους 2. υπερασπίζω, υποστηρίζω («προστατεύει τους ανήμπορους») 3. ενισχύω υλικά και ηθικά («προστατεύω τις τέχνες και τις επιστήμες») αρχ. 1. είμαι αρχηγός, προϊστάμενος («ὡς οὕτω ἄν τις… …   Dictionary of Greek

  • προστατώ — έω, Α [προστάτης] 1. κυβερνώ («προστατεῑν τῆς πόλεως», Πλάτ.) 2. είμαι επιστάτης, επιμελητής («προστατεῑν τοῡ ἀγῶνος», Ξεν.) 3. είμαι πρόεδρος («προστατεῑν ἐκκλησίας», επιγρ.) 4. υπερασπίζω κάποιον ή κάτι («Ἥρα προστατεῑ [Ἀργείων»]», Ευρ.) 5. (το …   Dictionary of Greek

  • ως — (I) ΜΑ βλ. ως. (II) ΜΑ βλ. ώς. (III) Α πρόθ. προς («ὡς αἰεὶ τὸν ὅμοιον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὅμοιον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.]. (IV) ὡς, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὥ Α 1. επίρρ. α) (αναφ.) καθώς, όπως (α. «ως συνήθως, άργησε πάλι» β. «κινήθη δ ἀγορὴ …   Dictionary of Greek

  • όφρα — ὄφρα (Α) (σύνδ. συσχετιστικός τού τόφρα) Ι. (τελικ.) 1. για να, με σκοπό να 2. συντάσσεται: α) με υποτ. μετά από αρκτ. χρόνους και προστ. καθώς και μετά από ιστ. χρόνους β) με ευκτ. μετά από ιστορικούς χρόνους II. χρον. 1. κατά τον χρόνο που 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»