-
1 τελειως
τελείως, τελέως1) вполне, совершенно(ἀπολωλέναι Arst.)
τ. ἐς ἀσθενὲς ἔρχεσθαι Her. — оказываться совершенно незначительным2) великолепно, превосходно(ἑστιᾶν τινα Xen.)
3) надлежащим образом, как следует, образцово(ἐκκλησιάσαι Arph.)
4) в конце концов, наконец(φαίνεσθαι Aesch.)
-
2 τελείως
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τελείως
-
3 τελείως
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τελείως
-
4 τελείως
επίρρ. вполне, совершенно; абсолютно -
5 τελείως
совершенно, вполне, полностью.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τελείως
-
6 τελείως
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τελείως
-
7 τελείως
[тэлиос] επίρ совершенно, окончательно. -
8 τελεως
-
9 τελεως...
τελέως...τελείως, τελέως1) вполне, совершенно(ἀπολωλέναι Arst.)
τ. ἐς ἀσθενὲς ἔρχεσθαι Her. — оказываться совершенно незначительным2) великолепно, превосходно(ἑστιᾶν τινα Xen.)
3) надлежащим образом, как следует, образцово(ἐκκλησιάσαι Arph.)
4) в конце концов, наконец(φαίνεσθαι Aesch.)
-
10 όραση
[-ις (-εως)] η зрение;τό αισθητήριο[ν] της οράσεως орган зрения, глаз;ασθενής ( — или ασθενική, αδύνατη) όρασ — слабое зрение;
τό πεδίο της όρασης — поле зрения;
αυτό έχει εκφύγει τελείως απ' το πεδίο της όράσης του это совершенно выпало у него из поля зрения, он совершенно забыл об этом;χάνω την όραση — терять зрение, лишаться зрения;
επανακτώ την όραση — прозревать;
ανάκτηση της όρασης — прозрение
-
11 παραμελώ
-
12 5049
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5049
См. также в других словарях:
τελείως — και τέλεια επίρρ. τροπ., εντελώς, χωρίς καμιά έλλειψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τελείως — ΝΜΑ επίρρ. βλ. τέλειος … Dictionary of Greek
τελείως — τέλειος perfect adverbial τέλειος perfect masc acc pl (doric) τελειόω make perfect imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek