Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

τα+τρόφιμα

  • 21 доставить

    достав||ить
    сов, достав||лять несов
    1. (к месту назначения) παραδίδω, κομίζω, φέρνω:
    \доставить письмо́ φέρνω τό γράμμα· \доставить провиант воен. ἐφοδιάζω μέ τρόφιμα· \доставить сведения к сроку στέλνω τίς πληροφορίες ἔγκαιρα·
    2. (причинять) προξενώ, κάνω:
    \доставить удовольствие προξενώ εὐχαρίστηση· \доставить беспокойство προξενώ ἀνησυχία.

    Русско-новогреческий словарь > доставить

  • 22 закупать

    закупать
    несов, закупить сов προμηθεύομαι, ψωνίζω/ ἀγοράζω χοντρικά (оптом):
    \закупать провизию ψωνίζω τρόφιμα· \закупать дрова ἀγοράζω ξύλα (χοντρικά).

    Русско-новогреческий словарь > закупать

  • 23 копчености

    копч||ености
    мн. τά καπνιστά τρόφιμα.

    Русско-новогреческий словарь > копчености

  • 24 переводить

    переводить
    несов
    1. (куда-л.) μεταθέτω/ μεταφέρ(ν)ω, προάγω, προβιβάζω (в другой класс):
    \переводить на другу́ю работу μεταθέτω σέ ἄλλη δουλειά·
    2. (на другой язык) μεταφράζω:
    \переводить устно μεταφράζω προφορικά· \переводить с ру́сского языка на греческий μεταφράζω ἀπό τά ρούσικα στά ἐλληνικά·
    3. (пересылать по почте) ἐμβάζω, στέλνω ἐμβασμα·
    4. (в другую систему измерения и т. п.) μετατρέπω· 5.:
    \переводить стрелку часов вперед (назад) μεταθέτω τόν δείκτη τοῦ ρολογιού ἐμπρός (πίσω)· \переводить стрелку ж.-д. γυρίζω τό κλειδί (σιδηροδρομικής γραμμής)·
    6. (бесполезно расходовать) разг σπαταλώ:
    \переводить проду́кты (деньги) σπαταλώ τά τρόφιμα (τά χρήματα)· ◊ \переводить дух παίρνω ἀνάσά \переводить разговор на другу́ю тему ἀλλάζω θέμα συζήτησης.

    Русско-новогреческий словарь > переводить

  • 25 пищевой

    пищев||ой
    прил:
    \пищевойые проду́кты τά τρόφιμα, τά είδη διατροφής.

    Русско-новогреческий словарь > пищевой

  • 26 припасы

    припасы
    мн. ὁΐ προμήθειες, τα ἐφόδια:
    съестные \припасы τά τρόφιμα, οἱ τροφές, τά φαγώσιμα· боевые \припасы τά πολεμοφόδια.

    Русско-новогреческий словарь > припасы

  • 27 провиант

    провиант
    м· уст. οἱ προμήθειες, τά τρόφιμα:
    снабжать \провиантομ τροφοδοτώ, ἐπι-σιτίζω.

    Русско-новогреческий словарь > провиант

  • 28 скоропортящийся

    скоропо́ртящ||ийся
    прил:
    \скоропортящийсяиеся про-ду́кты τά τρόφιμα ποῦ χαλνδν γρήγορα

    Русско-новогреческий словарь > скоропортящийся

  • 29 съестной

    съестной
    прил:
    \съестнойые припасы τά τρόφιμα, οἱ τροφές, τά φαγώσιμα.

    Русско-новогреческий словарь > съестной

  • 30 копчености

    [καπτσιόναστι] ουσ. πληθ. καπνιστά τρόφιμα

    Русско-греческий новый словарь > копчености

  • 31 провиант

    [πραβιάντ] ουσ. α. προμήθειες τρόφιμα

    Русско-греческий новый словарь > провиант

  • 32 продовольствие

    [πρανταβόλ'στβιιε] ουσ. ο. τα τρόφιμα

    Русско-греческий новый словарь > продовольствие

  • 33 копчености

    [καπτσιόναστι] ουσ πληθ καπνιστά τρόφιμα

    Русско-эллинский словарь > копчености

  • 34 провиант

    [πραβιάντ] ουσ α προμήθειες τρόφιμα

    Русско-эллинский словарь > провиант

  • 35 продовольствие

    [πρανταβόλ'στβιιε] ουσ ο τα τρόφιμα

    Русско-эллинский словарь > продовольствие

  • 36 брать

    беру, берешь, παρλθ. χρ. брал, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. παίρνω, λαμβάνω• πιάνω•

    брать руками παίρνω με τα χέρια•

    брать свой шляпу παίρνω το καπέλλο μου.

    || μτφ. εκλέγω, εκλάμβανα)•

    беру в качестве примера παίρνω σαν παράδειγμα•

    брать тему на диссертации παίρνω θέμα διατριβής.

    2. παίρνω μαζί μου (φεύγοντας)" мы берем продовольствия на два дня παίρνομε μαζί μας τρόφιμα για δυο μέρες•

    я -у с собой дочку παίρνω μαζί μου την κόρη.

    3. δέχομαι, προσδέχομαι•

    брать поручение παίρνω εντολή•

    брать грех на душу παίρνω αμαρτία στην ψυχή, αμαρταίνω.

    4. παίρνω στην κατοχή μου ή για χρησιμοποίηση•

    брать долг παίρνω δάνειο•

    брать приданое παίρνω προίκα.

    || ενοικιάζω•

    брать такси παίρνω ταξί.

    || αγοράζω•

    брать билеты в театр παίρνω εισιτήρια για το θέατρο•

    почем -ли ситвц? πόσο το πήρατε το τσιτάκι;

    5. εισπράττω•

    брать налога παίρνω φόρο.

    || υποχρεώνω κάποιον•

    брать слово παίρνω λόγο•

    брать обещание παίρνω υπόσχεση.

    6. βγάζω, εξάγω, εξορύσσω•

    -камень βγάζω πέτρα.

    || μτφ. δανείζομαι•

    брать цитату из писателя βγάζω (παίρνω) τσιτάτο από τον συγγραφέα.

    7. κυριεύω, καταλαβαίνω•

    -город παίρνω την πόλη.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    брать в пленных πιάνω αιχμαλώτου, αιχμαλωτίζω.

    || μτφ. κυριεύω, πιάνω•

    дрожь его берет τον πιάνει τρεμούλα.

    8. (αθλτ.) υπερπηδώ, ξεπερνώ•

    брать барьер υπερπηδώ το εμπόδιο.

    9. κατορθώνω, πετυχαίνω•

    он берет хитростью το κατορθώνει (καταφέρνει) με την πονηριά.

    10. αφαιρώ, απορροφώ, αποσπώ•

    чтение газет берет у него ежедневно час το διάβασμα των εφημερίδων του τρώει κάθε μέρα μια ώρα.

    11. βάλλω, κόβω, φτάνω•

    винтовка берет на 600 метров το ντουφέκι κόβει στα 600 μέτρα.

    12. κατευθύνομαι, στρίβω, κόβω•

    прохожий берет налево ο διαβάτης κόβει αριστερά.

    13. (με μερίκά ουσ. σχηματίζει στα ρωσικά συνδυασμούς)•

    брать во внимание προσέχω•

    брать в расчет υπολογίζω, λογαριάζω•

    брать под защиту παίρνω υπο την προστασία•

    брать в учет παίρνω υπ’ όψη (μου)•

    брать курс, направление παίρνω κατεύθυνση (κατευθύνομαι)•

    брать начало αρχίζω, παίρνω ως αφετηρία.

    εκφρ.
    брать ή взять аккорд – πιάνω συγχορδία• брать ή взять ноту πιάνω το μουσικό τόνο• брать ή взять быка за рога πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα•
    брать всем – έχω όλα τα προσόντα• брать ή взять за сердце за душу ή за живое κυριεύω τις καρδιές, τις ψυχές, επιδρώ ζωηρά, συγκινώ• брать ή взять на себя παίρνω επάνω μου, υπ’ ευθύνη μου•
    наша берет – νικούμε•
    ваша берет – νικάτε.
    1. παίρνομαι, λαμβάνομαι κλπ. ρ.μ.

    взятки -утся без свидетелей τα δωροδοκήματα παίρνονται χωρίς μάρτυρες (κρυφά).

    2. πιάνομαι, νιρατιέμαι•

    дети в игре -утся за руки τα παιδιά στο παιγνίδι πιάνονται από τα χέρια.

    || μτφ. ασχολούμαι•

    брать за перо πιάνομαι με το γράψιμο.

    3. καταπιάνομαι, καταγίνομαι•

    у меня ни опыта, ни знаний....как же брать за такую работу? εγώ δεν έχω ούτε πείρα, ούτε γνώσεις....Πως να καταπιαστώ με τέτοια εργασία;

    4. αναλαμβάνω•

    он не берется за это αυτός δεν αναλαβαίνει τέτοια δουλιά.

    5. (απρόσ.) αντλούμαι, βγαίνω, πηγάζω•

    откуда такие силы -утся? από που αντλούνται τέτοιες δυνάμεις

    εκφρ.
    брать ή взяться за ум – μυαλώνω, βάζω μυαλό, σωφρωνίζομαι•
    брать за оружие – παίρνω τα όπλα (εξεγείρομαι).

    Большой русско-греческий словарь > брать

  • 37 вздорожать

    -ает, ρ.σ.
    ακριβαίνω, γίνομαι ακριβότερος•

    продукты -ли τα τρόφιμα ακρίβηναν.

    Большой русско-греческий словарь > вздорожать

  • 38 выдержанный

    επ. από μτχ.
    1. εγκρατής, αυτοκυρίαρχος, αυτοσυγκράτητος.
    2. (για τρόφιμα, υλικά) πολυχρόνιος, πολυχρονισμένος, παλιός•

    -ое вино παλιό κρασί•

    выдержанный табак παλιός καπνός.

    Большой русско-греческий словарь > выдержанный

  • 39 довольствовать

    -ствую, -ствуешь, ρ.δ.μ.
    1. παλ. ικανοποιώ (κάποια ανάγκη).
    2. (στρατ.) εφοδιάζω, προμηθεύω (με τρόφιμα, ιματισμό, οικονομικά).
    1. ικανοποιούμαι, είμαι ικανοποιημένος• αρκούμαι•

    довольствовать малым αρκούμαι στα λίγα•

    довольствовать немногим είμαι ολιγαρκής, αρκούμαι στα λίγα.

    2. (στρατ.) εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > довольствовать

  • 40 дополучить

    -лучу, -лучишь
    ρ.σ.μ.
    παίρνω συμπληρωματικά ή το υπόλοιπο• • дополучить продукты παίρνω τα υπόλοιπα τρόφιμα•

    мне ещё дополучить έχω ακόμα να λάβω.

    Большой русско-греческий словарь > дополучить

См. также в других словарях:

  • τρόφιμα — τα βλ. τρόφιμος, η, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρόφιμα — τρόφιμος nourishing neut nom/voc/acc pl τρόφιμος nourishing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόφιμ' — τρόφιμα , τρόφιμος nourishing neut nom/voc/acc pl τρόφιμα , τρόφιμος nourishing neut nom/voc/acc pl τρόφιμε , τρόφιμος nourishing masc voc sg τρόφιμε , τρόφιμος nourishing masc/fem voc sg τρόφιμαι , τρόφιμος nourishing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόφιμο — το / τρόφιμον, ΝΑ κάθε στερεό ή υγρό που περιέχει θρεπτικές ουσίες και χρησιμοποιείται για διατροφή νεοελλ. 1. στον πληθ. τα τρόφιμα τα αναγκαία για τη διατροφή, το σύνολο τών τροφών 2. φρ. α) «φυσικά τρόφιμα» (τροφ. τεχνολ.) i) τρόφιμα που έχουν …   Dictionary of Greek

  • διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… …   Dictionary of Greek

  • κατσαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων εντόμων της οικογένειας των βλαττιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Οι κ. ποικίλλουν σε μέγεθος, έχουν πεπιεσμένο σώμα, μακριές και συχνά νηματόμορφες κεραίες, χαρακτηριστικό μασητικό στοματικό σύστημα, πόδια που τις… …   Dictionary of Greek

  • μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… …   Dictionary of Greek

  • Каппадокийский язык — Распространение греческого языка в поздневизантийский период XII XV веков. Золотым цветом изображено поздневизантийское койне будущая основа новогреческого языка, оранжевым …   Википедия

  • Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория …   Википедия

  • αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… …   Dictionary of Greek

  • επισιτίζω — (AM ἐπισιτίζομαι) [σιτίζω] μέσ. ἐπισιτίζομαι εφοδιάζομαι με τα απαραίτητα τρόφιμα νεοελλ. εφοδιάζω κάποιον με τα αναγκαία τρόφιμα αρχ. μέσ. α) προμηθεύομαι κάποιο εφόδιο («ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἄριστον ἐπισιτιζόμενοι», Θουκ.) β) παρασιτώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»