Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τα+(της+θεοτόκου)

  • 1 успенский

    επ. (εκκλσ.) της κοίμησης•

    пост η νηστεία πριν τη γιορτή της κοίμησης της Θεοτόκου.

    Большой русско-греческий словарь > успенский

  • 2 госпожинки

    πλθ. νηστεία πριν τη γιορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου.

    Большой русско-греческий словарь > госпожинки

  • 3 введение

    ουδ.
    1. εισαγωγή, μπάσιμο, εμβολή•

    введение судна в гавань το μπάσιμο του σκάφους στο λιμάνι.

    2. πρόλογος, εισαγωγή σε έργο•

    введение в философию εισαγωγή στη φιλοσοφία.

    3. εκκλσ. τα εισόδια της Θεοτόκου.

    Большой русско-греческий словарь > введение

  • 4 образ

    α.
    1. μορφή, εικόνα, όψη είδος, σχήμα. || παρουσιαστικό, φιγούρα, φόρμα.
    2. απεικόνιση•

    образ внешнего мира απεικόνιση του εξωτερικού κόσμου.

    3. (για έργο λογοτεχνικό, Τέχνης κ.τ.τ.) τύπος, χαρακτήρας.
    4. τρόπος•

    образ жизни τρόπος ζωής•

    образ правления μορφή διοίκησης•

    образ мыслей τρόπος σκέψης ή του σκέπτεσθαι•

    образ действия τρόπος ενέργειας (δράσης).

    5. οε οργ. πτ. με
    επ. ή αντων. χρησιμοποιείται σαν
    επιρ. με τη σημασία από το επίθετο): коренным -ом ριζικά•

    насильственным -ом δυναμικά•

    главным -ом κυρίως, βασικά, προ πάντων, κατ εξοχήν•

    никоим -ом με κανένα τρόπο•

    равным -ом εξ ίσου•

    некоторым -ом ως ένα βαθμό•

    тем или иным -ом με τον ένα ή τον άλλο τρόπο•

    следующим -ом με τον ακόλουθο τρόπο•

    каким -ом? με τι τρόπο; πως;•

    наилучшим -ом κατά τον καλύτερο τρόπο•

    надлежащим -ом όπως χρειάζεται, δεόντως•

    таким -ом μ αυτόν τον τρόπο, κατ αυτόν τον τρόπο, έτσι•

    иным -ом κατ άλλον τρόπο.

    εκφρ.
    в -е – εν είδη, ως, σαν•
    по -у и подобию – κατ εικόνα και ομοίωση•
    утратить (потерять) человеческий образ – χάνω την ανθρώπινημορφή (χάνω τον ανθρωπισμό, αποκτηνώνομαι).
    -а, πλθ.α. (εκκλσ.) εικόνα,εικόνισμα•

    образ Богородицы εικόνα της Θεοτόκου.

    Большой русско-греческий словарь > образ

  • 5 успение

    ουδ. (εκκλσ.) κοίμηση, ύπνος του θανάτου, θάνατος. || η κοίμηση της Θεοτόκου (γ ιορτή).

    Большой русско-греческий словарь > успение

См. также в других словарях:

  • Κοίμησης της Θεοτόκου, μονή — Ονομασία 33 μοναστηριών. 1. Αγνούντος. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Αργολίδος. Βλ. λ. Αγνούντος, μονή. 2. Ανθηρού. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Καρδίτσης. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδας και… …   Dictionary of Greek

  • Ευαγγελισμός της Θεοτόκου — Βλ. λ. Παναγία …   Dictionary of Greek

  • Γενεσίου Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Γυναικείο ησυχαστήριο της Αίγινας. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης. Τιμάται και στο όνομα του αγίου Χριστόφορου. 2. Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Αττικής, κοντά στις Αχαρνές (Μενίδι).… …   Dictionary of Greek

  • Γεννήσεως Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Αιτωλοακαρνανίας. Είναι γνωστό και με την ονομασία μονή Κατερινούς. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Αιτωλίας και Ακαρνανίας και ιδρύθηκε στις αρχές του 13ου αι. 2. Ανδρικό μοναστήρι στον… …   Dictionary of Greek

  • Εισοδίων Θεοτόκου, μονή — Ονομασία μοναστηριών. 1. Μολίστας. Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ιωαννίνων. Ιδρύθηκε τον 12o αι. ή πριν από το 1672, αλλά το σημερινό μοναστήρι χτίστηκε το 1819, όπως αναφέρεται σε επιγραφή του καθολικού. Μεταξύ των κειμηλίων του περιλαμβάνονται… …   Dictionary of Greek

  • Ευαγγελισμού Θεοτόκου, μονή — Ονομασία διαφόρων μοναστηριών. 1. Μετόχι στον νομό Ιωαννίνων, που ιδρύθηκε τον 11o αι. 2. Σκιάθου. Ανδρικό μοναστήρι το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Χαλκίδος. Ιδρύθηκε το 1794 από τους Κολλυβάδες του Αγίου Όρους, μοναχούς που διαφωνούσαν στην …   Dictionary of Greek

  • θεομητορικές γιορτές — Χριστιανικές γιορτές που είναι αφιερωμένες στη Θεοτόκο Μαρία (Θεομήτορα). Καθιερώθηκαν από την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο (431), η οποία καταδίκασε την αίρεση του Νεστορίου, τονίζοντας τη σπουδαιότητα που έχει για τους χριστιανούς το πρόσωπο της… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Δημητσάνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ., 611 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου καθώς και έδρα, μαζί με τη Μεγαλόπολη, της μητρόπολης Γόρτυνος και Μεγαλουπόλεως. Η Δ. είναι χτισμένη σε ένα ύψωμα, με… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»