-
21 ἔπ-ειμι
ἔπ-ειμι, ἐπεῖναι (s. εἰμί), dabei, daran, darauf sein; ἀχλὺν ἀπ' ὀφϑαλμῶν ἕλον, ἣ πρὶν ἐπῆεν Il. 5, 127, die auf den Augen lag; λεπτοτάτη δ ἐπέην ῥινὸς βοός 20, 276, über dem Schilde; κώπη δ' ἐλέφαντος ἐπῆεν, ein Griff war daran, Od. 21, 7; κάρη ὤμοισιν ἐπείη Il. 2, 259; σῆμα δ' οὐκ ἐπῆν κύκλῳ, auf dem Schilde, Aesch. Spt. 573; πόϑεν τοῦτ' ἐπῆν στύγος στρατῷ Ag. 533; ποινὰ γὰρ ἐπέσται Eum. 514, die Strafe wird folgen; μελέτη δ' ἔπεστι παντί Anacr. 59, 3; λεπτὴ δ' ἐπῆν κόνις Soph. Ant. 256; ἔπεισι τοῖς λύχνοις μύκητες Ar. Vesp. 262; γέφυρα ἐπῆν Xen. An. 1, 2, 5; ἐπὶ ταῖς πλείσταις οἰκίαις τύρσεις ἐπῆσαν 4, 4, 2; ὄρος ἔπεστι ἐπὶ τῇ ἐσχατιᾷ Dem. 42, 5; ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ἐπεόντων συχνῶν Περσέων Her. 8, 118; τἀπὶ τοῦ πίνακος τραγήματα ἐπόντα Ar. Plut. 997; aber ἐπὶ τῷ ποταμῷ πύλαι ἔπεισι Her. 5, 52 u. χιλιάδες τε ἔπεισι ἐπὶ ταύτῃσι ἑπτά = kommen noch dazu, u. außerdem noch 7000 Mann, 7, 184. – Darüber gesetzt sein, vorstehen, τίς δὲ ποιμάνωρ ἔπεστι; Aesch. Pers. 237; καί σφι ἐπῆν στρατηγός Her. 8, 71; ἔπεστί σφι δεσπότης ὁ νόμος 7, 104. Auch οἷσιν ἐπέσται κράτος, bei denen die Macht sein wird, H. h. Cer. 150. – Womit verbunden sein, wie oben ποινά, so νυνὶ πλεῖ· κέρδος ἐπέσται, es wird Gewinn dabei sein, Ar. Av. 597; τίς μοι ἔτ' οὖν τέρψις ἐπέσται Soph. Ai. 1206; τῷ ταῦτα ποιοῦντι χάρις ἔπε στι Plat. Conv. 183 b; οὔτε τις τάξις οὐδὲ ἀνάγκη ἔπεστιν αὐτοῦ τῷ βίῳ Rep. VIII, 561 d, wie X, 597 c; φόβος, κίν- δυνος ἔπεστι, Dem. 21, 9; τιμωρίαι ἐπέστωσαν, Strafe soll darauf gesetzt sein, Plat. Legg. XII, 943 d. – Von der Zeit, zukünftig sein, bevorstehen, γῆρας, Hes. O. 114; οἱ ἐπεσσόμενοι, die später leben werden, Theocr. 12, 11; Epigr. bei Aesch. 3, 184; – ἀλλ' ἔτι πού τις ἐπέσσεται, es wird wohl noch Einer übrig bleiben, Od. 4, 756.
-
22 ἐναποπνέω
A expire in,ταῖς πατρῴαις οἰκίαις D.S.13.89
, cf. M.Ant. 5.4; ἱκεσίαις expire in the act of.., Plu.Cor.33;τῳ αὐλῷ Luc.Harm. 2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναποπνέω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μυοθήρας — ο (ΑΜ μυοθήρας) αυτός που κυνηγά ποντίκια («ὁ ἐν ταῑς οἰκίαις μυοθήρας ὄφις», Ευστ.) νεοελλ. φρ. «μυοθήρας κύων» ζωολ. είδος λυκόμορφου κατοικίδιου σκύλου που κυνηγά τους ποντικούς και άλλα τρωκτικά αρχ. η μυάγρα, η ποντικοπαγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
σκηνώ — (I) άω, Α [σκηνή] (δ. τ. τού σκηνῶ, έω) 1. (αποθ.) κατοικώ, διαμένω («σκηνᾱσθαι παρὰ τὸν ποταμὸν», Πλάτ.) 2. μέσ. σκηνῶμαι, άομαι α) καταφεύγω, προσφεύγω («τὰ... ἔρα ἐν οἷς ἐσκηνῆντο», Θουκ.) β) (σχετικά με κτίσμα) κτίζω, οικοδομώ γ) μένω σε… … Dictionary of Greek