-
1 франкировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ. προπληρώνω τα ταχυδρομικά τέλη.προπληρώνομαι (για ταχυδρομικά τέλη). -
2 сбор
1. (собирание) το μάζεμα, η συγκέντρωση, η συλλογή 2. (урожая) η συγκομιδή, το μάζεμα 3. (налог) τα τέλ/ητα έξοδαοι δαπάνεςη επιβάρυνσηгербовый эк. - ο φόρος του χαρτοσήμουтаможенный - τελωνειακά -, ο τελωνειακός δασμός4. (встреча) η συγκέντρωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сбор
-
3 голубиный
голуби́н||ыйприл1. περιστερήσιος, τοῦ περιστεριού, τῆς περιστεράς:\голубиныйая почта τά ταχυδρομικά περιστέρια·2. (кроткий) πράος, σάν (τό) περιστέρι. -
4 сбор
сборм1. τό μάζεμα, ἡ συλλογή / ὁ ἔρανος (пожертвований):\сбор подписей τό μάζεμα (или ἡ συλλογή) ὑπογραφών \сбор членских взносов ἡ είσπραξη τῶν συνδρομών τών μελών (οργάνωσης)·2. (урожая) ἡ συγκομιδή / ὁ τρυγητός, ὁ τρύγος (винограда):\сбор олив τό μάζεμα τής ἐλιᾶς·3. (налог) ἡ εἰσπραξη [-ις]:почтовый \сбор τά ταχυδρομικά τέλη· таможенный \сбор ὁ τελωνειακός δασμός· гербовый \сбор τέλη χαρτοσήμου·4. (встреча) ἡ συγκέντρωση [-ις], ἡ συνάντηση [-ις], ἡ συνάθροιση [-ις].· место \сбора ὁ τόπος τής συγκέντρωσης, τό μέρος τής συναθροίσεως· быть в \сборе είμαστε ὅλοι παρόντες, είμεθα ἐν ἀπαρτία·5. воен. τό προσκλη-τήριο[ν]·6. \сборы мн. (приготовления) οἱ προετοιμασίες, αί προετοιμασίαι, οἱ προπαρασκευές:долгие \сборы μακρόχρονες προετοιμασίες· ◊ в театре полный \сбор τό θέατρο εἶναι γεμάτο. -
5 postage
[-ti‹]noun ((the money paid for) the sending of a letter etc by post: The postage was $1.20.) ταχυδρομικά τέλη -
6 голубь
-я, γεν. πλθ. -ей α.1. περιστέρι, -ά•почтовые -и ταχυδρομικά περιστέρια.
2. (απλ.) βλ. голубчик.εκφρ.голубь мира – περιστέρι της ειρήνης. -
7 курьерский
επ.του κλητήρα. || του ταχυδρόμου.εκφρ.курьерский поезд – ταχυδρομική αμαξοστοιχία•- ая тройка – ταχεία ταχυδρομική άμαξα (με τρία άλογα)•- ие лошади – ταχυδρομικά άλογα•как на -их – ολοταχώς. -
8 порто
ουδ. άκλ. τέλη (έζοδα) ταχυδρομικά-τηλεγραφικά. -
9 почтовый
επ.ταχυδρομικός•-ое отделение ταχυδρομικός τομέας ή τμήμα•
-ые марки τα γραμματόσημα•
почтовый служащий ταχυδρομικός υπάλληλος•
почтовый ящик γραμματοκιβώτιο•
-ая карета ταχυδρομικό αμάξι•
-ая карточка ταχυδρομικό δελτάριο•
-ая бумага επιστολικός χάρτης (επιστολόχαρτο)•
-ая контора το ταχυδρομείο (τα γραφεία).
ουσ. -ые κ. -ые παλ. τα ταχυδρομικά άλογα.
См. также в других словарях:
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
ταχυδρομικός — ή, ό, θηλ. και ταχυδρομικός, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταχυδρομείο (α. «ταχυδρομικό κατάστημα» β. «ταχυδρομικός υπάλληλος») 2. αυτός που αποστέλλεται με το ταχυδρομείο («ταχυδρομική επιταγή» χρηματικό έμβασμα που διαβιβάζεται με το… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό (Αθηνών) — Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, μελέτη και προβολή των φιλοτελικών θησαυρών της Eλλάδας και η ανάδειξη της ελληνικής ταχυδρομικής ιστορίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Tα 700 τ.μ. του μουσείου μοιράζονται σε δύο αίθουσες του… … Dictionary of Greek
ταχυδρομικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταχυδρομείο: Ταχυδρομική διανομή. 2. το αρσ. ως ουσ., ταχυδρομικός ο υπάλληλος του ταχυδρομείου. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., ταχυδρομικά τα τέλη της αποστολής με το ταχυδρομείο, τα γραμματόσημα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμματοκόμιστρα — τα 1. ταχυδρομικά τέλη 2. αμοιβή τού γραμματοκομιστή … Dictionary of Greek
επιστολή — η (AM ἐπιστολή) [επιστέλλω] γραπτή ανακοίνωση ή μήνυμα, συνήθως σε τυποποιημένο φύλλο χαρτιού, που αποστέλλεται ή επιδίδεται μέσα σε φάκελο νεοελλ. φρ. 1. (αναλόγως τού περιεχομένου) α) «ευχετήρια επιστολή, συλλυπητήρια, απαντητική» κ.λπ. β)… … Dictionary of Greek
μονόφυλλος — η, ο (ΑΜ μονόφυλλος, ον) (για φυτά και άνθη) αυτός που έχει ένα μόνο φύλλο ή σέπαλο νεοελλ. μσν. (για ένδυμα ή ύφασμα) αυτός τού οποίου το πλάτος αποτελείται από ένα μόνο φύλλο («μονόφυλλο σεντόνι») νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από ένα φύλλο… … Dictionary of Greek
περιστέρι — I Κοινό όνομα διάφορων Περιστερόμορφων με σώμα μάλλον ογκώδες. Το κεφάλι είναι μικρό και καμπύλο, ενώ το κοντό ράμφος παρουσιάζει στενότητα στη μέση και έχει βάση μεμβρανώδη, μαλακή, όπου ανοίγονται οι διαμήκεις σχισμές των ρουθουνιών. Ο πτέρυγες … Dictionary of Greek
ταμείο — Στην οικονομία είναι το σύνολο των διαθέσιμων ρευστών, κυρίως σε μια επιχείρηση. Η συνήθεια να διατηρούνται μεταλλικά νομίσματα ή χαρτονομίσματα στο τ. ή καλύτερα σε ένα χρηματοκιβώτιο είχε σιγά σιγά ως συνέπεια να χαρακτηρίζεται ως τ. η έννοια… … Dictionary of Greek
ταχυδρομείο — Δημόσια υπηρεσία, η οποία μεταφέρει και παραδίδει επιστολές, δέματα, χρήματα, εκεί που προορίζονται μετά την καταβολή ορισμένου τέλους. Τα πρώτα ελληνικά τ. ιδρύθηκαν το 1828 με εντολή του I. Καποδίστρια. Η επινόηση και συστηματοποίηση της… … Dictionary of Greek
τεσσαράριος — και τεσσεράριος και τεσσαράλιος και τεσσαλάριος και θεσσαλάριος, ὁ, Α 1. υπαξιωματικός επιφορτισμένος με την παραλαβή και μεταβίβαση συνθηματικών μηνυμάτων 2. (στην Αίγυπτο) ονομασία πολιτικού αξιωματούχου 3. φρ. «τεσσαράρια πλοῑα» ταχυδρομικά… … Dictionary of Greek