-
101 λασιαυχην
-
102 μεγαθυμος
-
103 μελαγκερως
-
104 Μινωταυρος
ὅ Минотавр (свирепое чудовище, получеловек-полубык, рожденный Пасифаей от быка и заключенный в кносский Лабиринт; его убил Тесей) Isocr. etc. -
105 μυκαομαι
(fut. μυκήσομαι - дор. μυκάσομαι, aor. 1 ἐμῡκησάμην, aor. 2 ἔμῠκον - эп. μύκον, pf.-praes. μέμῡκα)1) мычать(πόρτιες μυκώμεναι Hom.)
μεμυκὼς ἠΰτε ταῦρος Hom. — мыча, словно бык2) реветь, гудеть(μέμυκε γαῖα καὴ ὕλη Hes.; λέων μυκᾶται NT.)
μυκησαμένη βροντή Arph. — раскаты грома;πύλαι μύκον Hom. — загудели (отворяясь) ворота -
106 πανδουλος
-
107 πραυτενων
(ταῦρος Anth.)
-
108 πυρριχος
v. l. πυρρίχος 3гнедой, рыжий -
109 τανυκραιρος
-
110 υψικερως
-
111 ταυρί
το см. ταύρος -
112 ώσπερ
επίρρ. уст. словно, подобно, как (будто), точно;εφώρμησεν ώσπερ μαινόμενος ταύρος — он бросился как разъярённый бык
-
113 Ταύρε
-
114 Ταῦρε
-
115 Ταύροι
-
116 Ταῦροι
-
117 Ταύρον
-
118 Ταῦρον
-
119 Ταύρωι
Ταύρῳ, Ταῦροςbull: masc dat sg -
120 ταύρε
См. также в других словарях:
Ταῦρος — bull masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταῦρος — bull masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταύρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Κρήτης από την Κνωσό. Αφού κυρίευσε την Τύρο της Φοινίκης, γύρισε στην Κρήτη με πολλούς αιχμαλώτους και πολλά κορίτσια, μεταξύ των οποίων ήταν και η Ευρώπη, κόρη του βασιλιά της Φοινίκης … Dictionary of Greek
ταύρος — ο 1. αρσενικό βόδι κατάλληλο για αναπαραγωγή, μπουγάς. 2. ως κύριο όνομα, Ταύρος αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου. 3. βουνό της Μ. Ασίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καλβίσιος Ταύρος — (2ος αι. μ.Χ.). Νεοπλατωνικός φιλόσοφος. Πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με τη ζωή και το έργο του παρέχει ο Αύλος Γέλλιος. Έγραψε τα έργα Περί της των δογμάτων διαφοράς Πλάτωνος και Αριστοτέλους και Περί σωμάτων και ασωμάτων, τα οποία δεν… … Dictionary of Greek
Ταύρω — Ταῦρος bull masc nom/voc/acc dual Ταῦρος bull masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταῦρε — Ταῦρος bull masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταῦρε — ταῦρος bull masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταῦροι — Ταῦρος bull masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταῦροι — ταῦρος bull masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταῦρον — Ταῦρος bull masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)