-
1 τανταλίζω
A wave about, Anacr.78; ἐταντάλιζεν· ἔτρεμεν, ἐτανταλίχθη· ἐσείσθη, and τανταλίζεται· σαλεύεται, Hsch.:—prov., in [voice] Med., τὰ Ταντάλου τάλαντα τανταλίζεται he weighs in purse as much as Tantalus, v. Τάνταλος sub fin., Zen.6.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανταλίζω
-
2 τανταλίζει
τανταλίζωwave about: pres ind mp 2nd sgτανταλίζωwave about: pres ind act 3rd sg -
3 τανταλίζεσθαι
τανταλίζωwave about: pres inf mp -
4 τανταλίζεται
τανταλίζωwave about: pres ind mp 3rd sg -
5 ετανταλίχθη
-
6 ἐτανταλίχθη
-
7 εταντάλιζεν
-
8 ἐταντάλιζεν
-
9 τανθαρύζω
A quiver, shake, found in the following forms: καθαρίζειν (κανθαρίζειν Ammon.Diff.p.79
V., τανθαρύζειν cj. Valckenaer) μὲν λέγουσιν οἱ Ἀττικοὶ τὸ τρέμειν, τονθορύζειν (- ίζειν Ammon.
) δὲ τὸ ψιθυρίζειν καὶ γογγύζειν Ptol.Asc.p.410 H.; τανθαλύζει ( ταντ- cod.)· τρέμει, Δωριεῖς, οἱ δὲ σπαίρει, Hsch.; ἐτανθόριζον· ἔτρεμον, Id.; ταονθορύζειν· τρέμειν, Phot., Suid. (cf. ἐκτανθαρύζω, τανταλίζω, παμφαλύζω, τοιθορύσσω): hence [full] τανθαρύκτρια, cj. Valckenaer for τοιθορύκτρια (q.v.): [full] τανθαρυστὸς ὅρμος a necklace quivering with suspended gems, Theopomp.Com.95.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανθαρύζω
-
10 τανταλίς
A daughter of T., i.e. Niobe, APl.4.134 (Mel.), cf. 131 (Antip.). (Derived by Pl. from ταλάντατος in reference to his endurance of torment, or from ταλαντεία ( τανταλεία codd.) in reference to the story of the rock balanced and tottering over his head, Cra. 395e; by others from his proverbial wealth,τὰ Ταντάλου τάλαντ' ἐκεῖνα Men.301.6
; cf. τανταλίζω.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανταλίς
См. также в других словарях:
τανταλίζω — Α 1. ταλαντεύω, σείω, κινώ («μελαμφύλλῳ δάφνᾳ χλωρᾷ τ ἐλαίᾳ τανταλίζει», Ανακρ.) 2. παροιμ. φρ. «τὰ Ταντάλου τάλαντα τανταλίζεται» λεγόταν για εκείνους που είχαν πολλά πλούτη όπως ο μυθικός βασιλιάς Τάνταλος (Ζηνόβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος. Τόσο … Dictionary of Greek
τανταλίζει — τανταλίζω wave about pres ind mp 2nd sg τανταλίζω wave about pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανταλίζεσθαι — τανταλίζω wave about pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανταλίζεται — τανταλίζω wave about pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτανταλίχθη — τανταλίζω wave about aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐταντάλιζεν — τανταλίζω wave about imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανταλούμαι — όομαι, Α τραντάζομαι («ἐπὶ γᾷ πέσε τανταλωθείς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος (για τη σημ. τού ρ. βλ. λ. τανταλίζω)] … Dictionary of Greek
τραντάζω — Ν 1. σείω, κουνώ, τινάζω δυνατά («σ όλη τη διαδρομή μάς τράνταζε το αυτοκίνητο, γιατί έχει σκληρή ανάρτηση») 2. καταρρίπτω με βίαιο τρόπο, γκρεμίζω («τράνταξε τα βαρέλια στην άσφαλτο κι έσπασαν») 3. μτφ. α) κλονίζω κάποιον ψυχικά, συγκλονίζω… … Dictionary of Greek