-
1 ποιήσωσιν
они сделалисделали они сделали [бы]Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ποιήσωσιν
См. также в других словарях:
ποιήσωσιν — ποιέω make aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)