-
1 τηκτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηκτέον
-
2 τηκτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηκτικός
-
3 τηκτός
См. также в других словарях:
τηκ — και τεκ, το, Ν βοτ. 1. κοινή ονομασία τού δένδρου Tectona grandis τού γένους τεκτόνα που ανήκει στην οικογένεια βερβενίδες τής τάξης αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λαμιώδη και περιλαμβάνει 4 περίπου είδη δένδρων τα οποία είναι ιθαγενή τής… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
στρευγεδών — όνος, ἡ, Α θλίψη, στενοχώρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρεύγω + ε δών (πρβλ. σηπ εδών, τηκ εδών)] … Dictionary of Greek
τεκ — το, Ν βλ. τηκ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορτογ. teca (< tekku, λ. τής περιοχής Μαλαμπάρ τής νοτιοδυτικής Ινδίας)] … Dictionary of Greek
τεκτόνα — η, Ν βοτ. επιστημονική ονομασία τού γένους τών δένδρων από τα οποία παραλαμβάνεται το ξύλο τηκ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tectona πιθ. < τέκτων, ονος, λόγω τού ότι το ξύλο του χρησιμοποιείται στην ξυλουργική] … Dictionary of Greek
υγρηδών — όνος, ἡ, Α η κατάσταση τού υγρού, υγρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + επίθημα ηδών. Ο τ., κατά μία άποψη, αντί ενός αμάρτυρου *ὑγεδών < θ. υγ τού ὑγρός, κατά τα σηπ εδών, τηκ εδών] … Dictionary of Greek
Μανιπούρ — Κρατίδιο της Ινδίας (έκταση 22.327 τ. χλμ., 2.388.634 το 2001), στα ΒΑ. Συνορεύει με το κρατίδιο της Ναγκαλάνδης στα Β, με τη Μυανμάρ (πρώην Βιρμανία) στα Α, με το κρατίδιο Μιζοράμ στα Ν και με το κρατίδιο Ασάμ στα Δ. Πρωτεύουσα είναι η Ιμπάλ… … Dictionary of Greek
Σέλινγκ, Φρήντριχ Βίλχελμ Γιοζεφ — (Schel ling). Γερμανός φιλόσοφος (Λέομπεργκ, Βύρ τεμπεργκ 1775 Ραγκάτς, Σανκτ Γκάλεν 1854). Μαζί με το Φίχτε και το Χέγγελ, αποτελούν τη μεγάλη τριάδα του νεώτερου ιδεαλισμού. Μετά τις πρώτες σπουδές του στο θεολογικό σεμινάριο του Τύμπινγκεν,… … Dictionary of Greek
Σλέγκελ, Αουγκουστ Βίλχελμ φον- — (Schle gel). Γερμανός κριτικός, θεωρητικός και συγγραφέας (1767 1845). Ήταν, μαζί με τον αδελφό του Φρήντριχ, μια από τις κεντρικές φυσιογνωμίες του πρώτου γερμανικού ρομαντισμού, του οποίο οι οπαδοί ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από την επιθεώρηση… … Dictionary of Greek
Σλέγκελ, Φρήντριχ φον- — (Schlegel). Γερμανός συγγραφέας, κριτικός και θεωρητικός (1772 1829). Διαθέτοντας μεγαλύτερη διαίσθηση και βαθύτητα σκέψης από τον αδελφό του ‘Αουγκουστ Βίλχελμ, ο Σ. είναι αντίθετα λιγότερο συστηματικός, και στην ποικιλία των ενδιαφερόντων του… … Dictionary of Greek