Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

τέλοσδε

  • 1 διχθάδιος

    διχθάδιος, zwiefach, doppelt; Hom. Iliad. 9, 411 μήτηρ γάρ τέ μέ φησι ϑεά, διχϑαδίας κῆρας φερέμεν ϑανάτοιο τέλοσδε. εἰ μέν κ' αὖϑι μένων Τρώων πόλιν ἀμφιμάχωμαι, ὤλετο μέν μοι νόστος, ἀτὰρ κλέος ἄφϑιτον ἔσται· εἰ δέ κεν οἴκαδ' ἵκωμι, ὤλετό μοι κλέος, ἐπὶ δηρὸν δέ μοι αἰών; adverbial Iliad. 14, 21 ἃς ὁ γέρων ὥρμαινε δαϊζόμενος κατὰ ϑυμὸν διχϑάδι', ἢ μεϑ' ὅμιλον ἴοι Δαναῶν ἦε μετ' Ἀτρείδην, var. lect. διχϑαδί, ἢ, d. h. διχϑαδίῃ, ἢ, Aristarch διχϑάδι', ἤ, Scholl. Herodian. διχϑάδι': τὸ πλῆρές ἐστι διχϑάδια, ἃσπερ καὶ Ἀρίσταρχος βούλεται. διὸ τὴν χϑα συλλαβὴν ὀξυτονητέον. παραιτητέον δὲ τοὺς βουλομένους εἶναι »διχϑαδίῃ ἢ μεϑ' ὅμιλον« καὶ τὴν δι συλλαβὴν ὀξανοντας; vgl. Lehrs Aristarch. p. 308 sq. – Sp. D.; κῶλον, beide Füße, Ep. ad. 412 ( Plan. 15).

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > διχθάδιος

См. также в других словарях:

  • τέλοσδε — towards the doom indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέλοσδε — Α επίρρ. προς το τέλος, στο τέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. λέχοσ δε)] …   Dictionary of Greek

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»