-
1 τελος
I1) свершение, завершение, исполнениеτ. γάμοιο Hom. — вступление в брак, бракосочетание;
τ. μύθοις ἐπιθεῖναι Hom. — привести в исполнение (свои) слова;εἰ γὰρ ἐπ΄ ἀρῇσιν τ. γένοιτο Hom. — если бы сбывались желания;οὐ μακύνειν τ. Pind. — действовать быстро (досл. не откладывать исполнения);πρὴν τ. τι ἔχειν Thuc. — прежде, чем что-л. будет приведено в исполнение2) развязка, результат, последствия, исход(τῆς μάχης Soph.)
ἶσον τεῖναι πολέμου τ. Hom. — дать одинаковый (для обеих сторон) исход битве, т.е. никому не дать перевеса;τὸ τούτου τ. οὐκ ἐν ἐμοὴ ἦν Dem. — исход этого зависел не от меня3) благополучный исход, успешная развязка, успех4) окончание, конец(τοῦ βίου Soph., Xen.)
τί ἔσται τῶν γιγνομένων τούτων ἐμοί ; Her. — чем все это для меня кончится?;θανάτοιο τ. Hom. — смертный конец, смерть;νόστοιο τ. Hom. — конец обратного пути, т.е. возвращение, прибытие (домой);τ. ἔχειν Hom., Aesch. — быть завершенным, готовым, оконченным;ἐπεὴ τ. εἶχεν ἥ θυσία Xen. — когда жертвоприношение было окончено;ὁπόσοι τ. ἔχοιεν τοῦ βίου Plat. — (те), которые окончили жизнь, умершие;τ. ποιεῖσθαί τινος Xen. — закончить (прекратить) что-л.;τ. λαβεῖν τινος Eur. — освободиться от чего-л.;εὖ τέλη εἰπεῖν Eur. — хорошо закончить (свою) речь;ἐς τ. HH., Hes. — до конца, вполне;μηδὲν δίκαιον ἐς τ. Soph. — решительно ничего справедливого;μετὰ σιγῆς διὰ τέλους Plat. — в полном молчании;διὰ τέλους τὸ πᾶν Aesch. — все до конца5) кончина, смерть Eur.ἐν τέλεϊ τούτῳ ἔσχοντο Her. — вот какой смертью они умерли;
τὸ κάλλιστον τ. ἔχειν Xen. — умереть славной смертью6) высшая точка, пределἐπὴ τῷ τέλει τινὸς γενέσθαι Plat. — дойти до пределов чего-л.;
ἅπτεσθαι τοῦ τέλους Plat. — достичь предела;πρεσβύτου τ. Plat. — глубокая старость;ἥβης τ. μολεῖν Eur. — дойти до полного развития юношеских сил;ὅ τ. ἔχων Plat. — достигший полного развития, взрослый7) окончательное решениеτ. δίκης Aesch. — приговор;
εἰδώς γ΄ εὖ τόδ΄ ἐξεῖπον τ. Aesch. — я совершенно сознательно высказал это решение8) награда, приз(πυγμᾶς Pind.)
9) власть, право, законная сила, полномочияτέλος ἔχοντες Thuc. — облеченные полномочиями;
οἱ μάλιστα ἐν τέλει Thuc. — облеченные высшей властью;εἰς τὸ τ. καταστῆσαι Xen. — занять должность;οἱ ἐν τέλει ὄντες Her., Thuc. или βεβῶτες Soph., τὰ τέλη ἔχοντες Thuc. и τὰ τέλη Thuc., Xen. — должностные лица, власти;ὅσοις τοῦτ΄ ἐπέσταλται τ. Aesch. — (те), которые облечены этой властью10) цельπρὸς τ. ἐλθεῖν Plat. и τυχεῖν τοῦ τέλους Luc. — достичь цели;
πρὸς οὐδὲν τ., ἀλλὰ διάγοντες ἄλλως τὸν χρόνον Plut. — с единственной целью выиграть время11) срок(μισθοῖο τ. Hom.)
12) платеж, подать, налог, пошлинаτ. τελεῖν ἐξαγομένων χρημάτων Plat. — платить пошлину за вывозимые товары;ἔξω τοῦ τέλους εἶναι Dem. — быть свободным от обложения;13) расходτοῖς οἰκείοις или ἰδίοις τέλεσι Thuc. — на собственный счет;
δημοσίοις τέλεσι Plat. — на общественный счет14) выгода, пользаτέλη λύειν τινί Soph. — приносить выгоды кому-л.
15) культ. подношение, дар(Ζηνὴ Τροπαίῳ Soph.)
τὰ τέλεα τῶν προβάτων Her. — приношения (состоящие) из мелкого скота16) священный обряд, церемония(σεμνὰ τέλη Soph.)
17) отряд, колонна(Θρῃκῶν ἀνδρῶν Hom.; ἱππέων Thuc.)
ἐν τελέεσσιν Hom. и κατὰ τέλεα Her. — отрядами, по отрядам;— (у римлян) легион Plut.18) вереница, сонм, толпа(ἀθανάτων Aesch.)
δίρρυμά τε καὴ τρίρυμμα τέλη Aesch. — вереницы колесниц, запряженных четверкой или шестеркой лошадей19) имущественный ценз или сословие Dem.κατὰ (τὸ) τ. Isae., Dem. — в соответствии с имущественным цензом, по сословной принадлежности
II(τό) adv. в конце концов, наконецτ. ἐν ἀπορίῃσι εἴχετο Her. — он оказался, наконец, в затруднительном положении;
τ. δὲ ξυνέβησαν τοῖς Πλαταιεῦσι παραδοῦναι σφᾶς αὐτούς Thuc. — в конце концов они сдались платейцам на капитуляцию;τ. γε μέντοι δεῦρ΄ ἐνίκησεν μολεῖν Soph. — в конце концов победило (решение) прибыть сюда -
2 εκδεχομαι
ион. ἐκδέκομαι1) принимать(τί τινι Hom. и τινά τινι Aesch.)
πανὸν ἐκδέξασθαι Aesch. — принять огненный сигнал, т.е. зажечь ответный сигнальный огонь2) принимать по наследству, наследовать3) принимать на себя, приписывать себе(πάντα ἁμαρτήματα Dem.)
4) принимать на себя, предпринимать(πόλεμον Plat.)
5) перенимать, наследовать, продолжатьοἱ Μῆδοι μὲν ὑπεξήϊσαν, οἱ δὲ Πέρσαι ἐκδεξόμενοι ἐπήϊσαν Her. — мидяне отступили, а на их место вступили персы;
ἐκ τῶν πλόων ἐκδέκεται περίοδος τῆς λίμνης Her. — продолжением плавания служит объезд озера, т.е. проплыв (реку), приходится объезжать озеро;ἥ ἀπὸ τῆς Περσικῆς ἐκδεκομένη Ἀσσυρίη Her. — Ассирия, непосредственно граничащая с Персией;ὥσπερ σφαῖραν ἐκδεξάμενος τὸν λόγον Plat. — взяв в свою очередь слово, точно (перехватив) мяч;ὅ μὲν πρῶτος εἰπὼν Ἀριστόδημος ἦν, ὅ δ΄ ἐκδεξάμενος Φιλοκράτης Dem. — первым заговорил Аристодем, а ему на смену выступил Филократ6) перенимать, усваивать7) архит. поддерживать, подпирать8) (вос)принимать (в том или ином смысле), понимать(οὐκ ὀρθῶς τοὺς λόγους τινός Polyb.)
οὕτω τέν ἀσωτίαν ἐκδεχόμεθα Arst. — вот что мы понимаем под расточительностью9) выжидать, ждатьμένων κεῖνον ἐνθάδ΄ ἐκδέχου Soph. — останься и жди его здесь;
τοὺς ἐξεδέξατο οὐκ ἐλλάσσων πόνος τοῦ Μηδικοῦ Her. — их ждало бедствие не меньшее, чем война с мидянами;κοσμίως τὸ τῆς δίκης τέλος ἐκοεχόμενος Plut. — спокойно ожидая исхода процесса
См. также в других словарях:
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Delphische Maximen — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Furcht und Schrecken — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά 2 Δαμόκλειος σπάθη … Deutsch Wikipedia
Liste griechischer Phrasen/Delta — Delta Inhaltsverzeichnis 1 Δαιδάλου πτερά … Deutsch Wikipedia
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek