Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

τάχ'+ἂν+ἴσως

  • 1 May

    subs.
    P. Θαργηλιών, ὁ.
    ——————
    v. intrans.
    You may, you are allowed to: P. and V. ἔξεστί σοι (infin.), πρεστί σοι (infin.), or πρα σοι (infin.), ἔνεστί σοι (infin.).
    In wishes: see would that.
    You may be right: P. κινδυνεύεις ἀληθῆ λέγειν (Plat., Sym. 205D).
    You may never have seen a state governed by a tyrant: P. ὑμεῖς δὲ τάχα οὐδὲ τεθέασθε τυραννουμένην πόλιν (Plat., Legg. 711A).
    This reproach may perhaps have come extorted by anger: V. ἀλλʼ ἦλθε μὲν δὴ τοῦτο τοὔνειδος τάχ’ ἄν ὀργῇ βιασθέν (Soph., O.R. 523).
    You may get you gone where you will: V. σὺ μὲν κομίζοις ἂν σεαυτὸν ᾗ θέλεις (Soph., Ant. 444).
    My method may be worse or it may be better: P. ἴσως μὲν γὰρ (ὁ τρόπος) χείρων, ἴσως δὲ βελτίων ἂν εἴη (Plat., Ap. 18A).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > May

См. также в других словарях:

  • εμπορευτικός — ἐμπορευτικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει στο εμπόριο, ο εμπορικός («τάχ ἄν ἴσως τίς γε τῶν ἐμπορευτικῶν», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • τάχα — ΝΜΑ, και τάχατε(ς) και τάχατι(ς) και τάχαμου Ν νεοελλ. 1. (ως ερωτ. μόριο) άραγε, ποιος ξέρει αν... («τάχα να στέκει ο ουρανός, να στέκει ο απάνου κόσμος;», δημ. τραγούδι) 2. (ως ενδοιαστικό μόριο) μήπως μη τυχόν («τάχα δεν επερπάτησα κι εγώ με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»