-
1 напропалую
επίρ.απερίσκεπτα, στα χαμένα, στο χαμό όπου το βγάλ η άκρη, ή τιμάρι ή τομάρι, ή ταν ή επί τας.εκφρ.идти напропалую – ενεργώ απελπισμένα, όπου το βγάλ η άκρη. -
2 некстати
επίρ.ακατάλληλα, σε ακατάλληλη στιγμή, άκαιρα, μαλαπροπό•кстати и некстати όταν πρέπει και ό.ταν δεν πρέπει•
пришл -. ήρθε σε ακατάλληλη ώρα•
сказать что-л. некстати λέγω κάτι που δεν έχει τη θέση του.
-
3 пан
-а, πλθ. -ы α. τσιφλικάς. || κύριος, αφέντης (υπηρετών).εκφρ.пан или пропал; либо пан, либо пропал – ή τιμάρι ή τομάρι• ή ταν ή επι τας• ή του ύψους ή του βάθους• όπου το βγάλ η άκρη•жить -ом – ζω αρχοντικά. -
4 пропадать
ρ.σ. πέφτω• ρίχνω•снег -ал всё утро χιόνι έρριξε όλο το πρωί.
ρ.δ.βλ. пропасть.εκφρ.где наше не -ло! – ή του ύψους ή του βάθους! ή ταν ή επι τας! ή τιμάρι ή τομάρι! όπου το βγάλει η άκρη ! -
5 Detail
v. trans.P. and V. διέρχεσθαι, ἐξηγεῖσθαι, ἐπεξέρχεσθαι, Ar. and P. διηγεῖσθαι, διεξέρχεσθαι, P. ἀκριβολογεῖσθαι.——————subs.In detail: use P. καθʼ ἕκαστον, καθʼ ἕκαστα.Go into detail, v.: P. ἀκριβολογεῖσθαι (absol.).Exact details of, subs.: P. ἡ ἀκρίβεια (gen.).Tell us clearly the details of what happened in the house: V. σαφῶς λέγʼ ἡμῖν αὔθʼ ἕκαστα τἀν δόμοις (Eur., Or. 1393.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Detail
-
6 Eleventh
adj.P. ἑνδέκατος.Or she shall learn even at the eleventh hour that 'tis labour lost to honour what is dead: ἢ γνώσεται γοῦν ἀλλὰ τηνικαῦθʼ ὅτι πόνος περισσός ἐστι τἀν ᾍδου σέβειν (Soph., Ant. 779).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Eleventh
-
7 Friend
subs.P. and V. φίλος, ὁ.Acquaintance: use adj., P. γνώριμος, ὁ, συνήθης, ὁ, οἰκεῖος, ὁ, ἐπιτήδειος, ὁ.Companion: see Companion.Friend made in war: V. δορύξενος, ὁ.Guest, friend: P. and V. ξένος, ὁ, V. ξεῖνος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Friend
-
8 Hour
subs.P. and V. ὥρα, ἡ.Fit time: P. and V. καιρός, ὁ, ὥρα, ἡ, ἀκμή, ἡ.At what hour? Ar. and P. πηνίκα;What hour is it? Ar. and P. πηνίκʼ ἐστί;At what hour: (indirect) P. and V. ὁπηνίκα.Or she shall learn even at the eleventh hour that 'tis labour lost to honour the dead: V. ἢ γνώσεται γοῦν ἀλλὰ τηνικαῦθʼ ὅτι πόνος περισσός ἐστι τἀν ᾍδου σέβειν (Soph., Ant. 779).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hour
-
9 Sir
subs.In addressing a man: P. and V. ἄνθρωπε.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sir
См. также в других словарях:
τάν — τάς ΝΜΑ (δωρ. τ. αιτ. και γεν. τού θηλ. άρθρ. αντί τήν, τῆς) φρ. «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾱς» α) (παρακελευσματική φράση που έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες μητέρες στους γιους τους όταν έφευγαν για τον πόλεμο) ή νικητής να φέρεις πίσω την ασπίδα αυτή ή να… … Dictionary of Greek
ταν — (I) (τἀν) Α (στους αττ. συγγραφείς) κράση τού τὰ ἐν. (II) το, Ν (ακλ.) μετρολ. κινεζική μονάδα βάρους, ισοδύναμη με 60,5 χιλιόγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κινεζ. tan1] … Dictionary of Greek
'τᾶν — ἀ̱τᾶν , ἄτη bewilderment fem gen pl (doric aeolic) ἐτᾶν , ἔται clansmen masc gen pl (doric aeolic) ἐτᾶν , ἔτης clansmen masc gen pl (doric aeolic) ἐτᾶν , ἐτάζω examine fut part act masc voc sg (doric aeolic) ἐτᾶν , ἐτάζω examine fut part act neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τᾶν — ὁ lentil masc/fem gen pl (doric) τᾶν sir indeclform (indecl) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταν — Α κρητ. τ. τού Ζεύς … Dictionary of Greek
'ταν — ἔτᾱν , ἔτης clansmen masc acc sg (epic doric aeolic) ἔταν , ἔτης clansmen masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'τάν — ἔτᾱν , ἔτης clansmen masc acc sg (epic doric aeolic) ἔταν , ἔτης clansmen masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀν — ἐν , ἐν in proclitic indeclform (prep) ἐν , εἰς into doric aeolic (proclitic indeclform prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄν — ἄν , ἄν 1 he came indeclform (particle) ἄ̱ν , ἄν 2 attic (indeclform conj) ἄν , ἀνά on board poetic indeclform (prep) ἄν , ἐάν if haply contr indeclform (conj) ἔν , ἐν in proclitic indeclform (prep) ἔν , εἰμί sum imperf ind act 3rd pl (epic) ἔν … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάν — τά̱ν , ὁ lentil fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταν(ν)ίνη — η, Ν (βιοχ. χημ. τεχνολ.) συλλογική ονομασία ομάδας υποκίτρινων έως ανοικτόφαιων ουσιών σε μορφή σκόνης, φολίδων ή σπογγώδους μάζας, ευρύτατα διαδεδομένων σε φυτά, οι οποίες χρησιμοποιούνται, κυρίως, στη βυρσοδεψία, στη βαφή υφασμάτων, στην… … Dictionary of Greek