Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

σῦκα

  • 101 τρώγω

    τρώγω (Hom. et al.; TestJob 12:2; SIG 1171, 9; PGM 7, 177; Sb 5730, 5. Not found in LXX, EpArist, Philo or Joseph. B-D-F §101 s.v. ἐσθίειν; 169, 2; Rob. 351; JHaussleiter, Archiv für lat. Lexikographie 9, 1896, 300–302; GKilpatrick in: Studies and Documents 29, ’67, 153) to bite or chew food, eat (audibly), of animals (Hom. et al. ‘chew, nibble, munch’) B 10:3.—Of human beings (Hdt. et al. and so in Mod. Gk.) τὶ someth. (Hdt. 1, 71, 3 σῦκα; Aristoph., Equ. 1077) B 7:8. ὁ τρώγων μου τὸν ἄρτον as a symbol of close comradeship (Polyb. 31, 23, 9 δύο τρώγομεν ἀδελφοί) J 13:18 (s. Ps 40:10 ὁ ἐσθίων ἄρτους μου, which is the basis for this pass.). W. gen. (Athen. 8, 334b τῶν σύκων) Hs 5, 3, 7. Abs. B 10:2. W. πίνειν (Demosth. 19, 197; Plut., Mor. 613b; 716e) Mt 24:38. J uses it to offset any tendencies to ‘spiritualize’ the concept so that nothing physical remains in it, in what many hold to be the language of the Lord’s Supper ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον 6:58. ὁ τρώγων με vs. 57. ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα (w. πίνων μου τὸ αἷμα) vss. 54, 56.—B. 327. DELG. M-M. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > τρώγω

  • 102 ἐκλέγομαι

    ἐκλέγομαι impf. ἐξελεγόμην; fut. ἐκλέξομαι LXX; 1 aor. ἐξελεξάμην. Pass. 2 aor. ἐξελέγην; pf. pass. ἐκλέλεγμαι, ptc. ἐκλελεγμένος Lk 9:35 (Hdt.+; ins, pap, LXX; En 6:2; 7:1; TestJob 9:4; Test12Patr; JosAs cod. A [p. 68, 20 and 71:15 Bat.]; EpArist; Joseph., Just.; Mel., P. 83, 622 ; the act. does not occur in our lit.)
    [b] to pick out someone or someth., choose (for oneself) τινά (τί) someone (someth.) w. indication of that from which the selection is made τινὰ ἔκ τινος (Isocr. 9, 58; 2 Km 24:12; 2 Ch 33:7; Sir 45:4; Demetr.: 722 Fgm. 1, 16 and18 Jac.; ἐκ τῶν γραφῶν Iren. 1, 19, 1 [Harv. I 175, 9; of the ‘eclecticism’ of dissidents]) choose someone fr. among a number πάντων 1 Cl 59:3; of two Ac 1:24. ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου J 15:19. ἐξ αὐτῶν Hs 9, 9, 3. ἐκλεξαμένους ἄνδρας ἐξ αὐτῶν πέμψαι to choose men fr. among them and to send them Ac 15:22, cp. 25. For this τινὰ ἀπό τινος (Dt 14:2; Sir 45:16; Just. D. 27, 1 ἀπὸ τῶν προφητικῶν λόγων): ἀπʼ αὐτῶν δώδεκα twelve of them Lk 6:13.
    to make a choice in accordance with significant preference, select someone/someth. for oneself, w. simple acc.
    w. acc. of pers. (Jo 2:16; Bar 3:27; 1 Macc 10:32; Jos., Ant. 7, 372 God chooses Solomon; Just., D. 17, 1 ἄνδρας; Mel., P. 83 [Bodm.] σέ): Mk 13:20; J 13:18; 15:16; GEb 19, 85 and 34, 60. Jesus 1 Cl 64. The twelve J 6:70; PtK 3 p. 15, 17. The apostles Ac 1:2; B 5:9. Stephen Ac 6:5. A faithful slave Hs 5, 2, 2. Of God: the ancestors (as God’s own) Ac 13:17 (oft. LXX, cp. Dt 4:37; 10:15).
    w. acc. of thing (X., Mem. 1, 6, 14; Pla., Leg. 2, 670d, Tim. p. 24c; Demosth. 18, 261 et al.; PMagd 29, 4 [III B.C.]=PEnteux 66, 4 τ. βέλτιστον τόπον; Is 40:20; 1 Macc 7:37; 2 Ch 35:19d; Jos., Bell. 2, 149 τόπους; Just., A I, 43, 7 τὰ καλά; Hippol., Ref. 5, 9, 20): B 21:1; good part Lk 10:42; places of honor 14:7; a good place Hv 3, 1, 3; a fast B 3:1, 3 (Is 58:5f).
    w. indication of the purpose for which the choice is made:
    α. εἴς τι for someth. (Ps 32:12; Just., D. 67, 2 ἐκλεγήναι εἰς Χριστόν) eternal life Hv 4, 3, 5. εἰς τὸ ἱερατεύειν to be priest 1 Cl 43:4.
    β. w. ἵνα foll. 1 Cor 1:27f.
    γ. w. inf. foll. (1 Ch 15:2; 28:5; 1 Esdr 5:1) ἐξελέξατο ἡμᾶς εἶναι ἡμᾶς ἁγίους he has chosen us that we might be holy Eph 1:4. Without obj. ἐν ὑμῖν ἐξελέξατο ὁ θεὸς διὰ τοῦ στόματός μου ἀκοῦσαι in your presence God chose that (they) were to hear through my mouth Ac 15:7. W. ellipsis of the inf. ἐξελέξατο τοὺς πτωχοὺς (sc. εἶναι) πλουσίους (God) chose the poor that they might be rich Js 2:5.
    δ. abs.: ἐκλελεγμένος chosen of Jesus, as God’s child Lk 9:35 (cp. ὸ̔ν ὁ πατὴρ … ἐξελέξατο διὰ λόγου εἰς ἐπίγνωσιν αὐτοῦ Iren. 1, 15, 3 [Harv. I 150, 6]; ἀγαπητός is found in the parallels Mt 17:5; Mk 9:7, and in Lk as v.l.; it = ἐκλελεγμένος also Vett. Val. 17, 2). Of Christians 1 Cl 50:7; cp. Pol 1:1. Of the church IEph ins.
    gather in a crop, gather ἐξ ἀκανθῶν ἐκλέγονται σῦκα Lk 6:44 D; s. συλλέγω.—HRowley, The Biblical Doctrine of Election, ’50.—DELG s.v. λέγω. M-M s.v. ἐκλέγω. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐκλέγομαι

  • 103 figue

    1) σύκα
    2) σύκο

    Dictionnaire Français-Grec > figue

См. также в других словарях:

  • συκᾶ — σῡκᾶ , συκάζω gather fut ind act 1st sg (doric aeolic) συκῆ fig tree fem nom/voc/acc dual (attic doric) συκῆ fig tree fem nom/voc sg (doric) σῡκᾶ , συκῆ fig tree fem nom/voc/acc dual (attic epic doric ionic) σῡκᾶ , συκῆ fig tree fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῦκα — σῦκον fruit of the neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σύκα μερίζειν. — См. На тебе, небоже, что мне не гоже …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζων. — См. Называть вещи своим именем …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σῦκ' — σῦκα , σῦκον fruit of the neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σῦχ' — σῦκα , σῦκον fruit of the neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύκο — το / σῡκον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. τῡκον Α 1. ο εδώδιμος καρπός τής συκιάς 2. φρ. α) «βασιλικά σύκα» και «σύκα βασίλεια [ἡ βασιλικά»]» είδος εκλεκτών και μεγάλων σύκων β) «ξηρά σύκα» αποξηραμένα σύκα που τρώγονται ως ξηροί καρποί γ) «λέω τα σύκα σύκα …   Dictionary of Greek

  • συκία — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …   Dictionary of Greek

  • συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …   Dictionary of Greek

  • σκάφη — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… …   Dictionary of Greek

  • συκοφάντης — ο, θηλ. συκοφάντρια, ΝΜΑ, θηλ. και συκοφαντις, ιδος, Α 1. αυτός που διατυπώνει ψευδείς κατηγορίες για κάποιον, που δυσφημεί, διαβολέας 2. (στην αρχ. Αθήνα) α) δημόσιος μηνυτής εκείνων που είχαν κλέψει σύκα από τις ιερές συκιές β) μηνυτής εκείνων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»