-
1 συκιδιον
См. также в других словарях:
συκίδιον — τὸ, Α υποκορ. μικρό σύκο ή μικρή συκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συκ έα + υποκορ. κατάλ. ίδιον] … Dictionary of Greek
συκιδίων — σῡκιδίων , συκίδιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκίδια — σῡκίδια , συκίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)