-
121 тихонько
[τιχόν'κα] επίρ σιγά -
122 вплыть
вплыву, вплывёшь, παρλθ. χρ. вплыл, -ла, -лоρ.σ.εισπλέω. || μτφ. εισέρχομαι ομαλά, σιγά. -
123 втихомолку
επίρ.σιγά και αθόρυβα, κλέφτικα, κρυφά, απαρατήρητα, λάθρα, -αίως. -
124 пиано
(μουσ.)επίρ. πιάνο, σιγά και γλυκά. -
125 попискивать
ρ.δ.βλ. пищать με σημ. ενίοτε, σιγά. -
126 потихоньку
επίρ.1. σιγά, ήσυχα, αθόρυβα.2. κρυφά, απαρατήρητα, κλέφτικα.3. αργά, βραδέως. || βαθμιαία, λίγο-λίγο, από λίγο. -
127 реять
реетρ.δ.1. κινούμαι ομαλά και σιγά•по морю реют корабли στη θάλασσα αργο-πλέουν καράβια.
|| βλ. парить.κυματίζω•-ли знамна κυμάτιζαν οι σημαίες.
2. περνώ, σχίζω τον αέρα•свистят и реют пули σφυρίζουν και σχίζουν τον αέρα οι σφαίρες•
молнии над нами -ли αστραπές από πάνω μας έσχιζαν τον αέρα.
-
128 сс!
επιφ. σσ! (σιγά).
См. также в других словарях:
σῖγα — silently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγά — επίρρ. τροπ. 1. αθόρυβα, χαμηλόφωνα: Μιλούσε τόσο σιγά που δεν τον άκουγε κανένας. 2. με βραδύτητα: Το πλοίο πήγαινε πολύ σιγά και αργήσαμε να φτάσουμε στον προορισμό μας. 3. «σιγά σιγά», λίγο λίγο: Σιγά σιγά πέτυχε αυτό που ήθελε. 4. «σιγά!»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σίγα — Α 1. (ως επίρρ.) α) σιωπηλά («ἄκουε σῑγα», Σοφ.) β) με σιγανή φωνή, ψιθυριστά («σῑγα σήμαινε», Σοφ.) 2. (ως επιφών.) σιωπή! [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επίρρ. άγνωστης ετυμολ. που, κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί εκφραστικό σχηματισμό από θ. σι … Dictionary of Greek
σιγά — (I) Ν επίρρ. 1. σε χαμηλό τόνο, χωρίς θόρυβο, χαμηλόφωνα («μίλα σιγά») 2. με αργό ρυθμό, ήρεμα, αργά («τρώγε σιγά για να μην πνιγείς») 3. φρ. «σιγά σιγά» α) σταδιακά β) με πολλή προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιγή, κατά το επίρρ. δυνατά]. (II) ἡ, Α (δωρ … Dictionary of Greek
σιγᾶ — σῑγᾶ , σιγάω keep silence pres subj act 1st sg (doric aeolic) σῑγᾶ , σιγάω keep silence pres ind act 1st sg (doric aeolic) σῑγᾶ , σιγάζω bid fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγᾷ — σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres subj mp 2nd sg σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres ind mp 2nd sg (epic) σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres subj act 3rd sg σῑγᾷ , σιγάω keep silence pres ind act 3rd sg (epic) σῑγᾷ , σιγάζω bid fut ind mid 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιγά — σῑγά , σιγάς fem voc sg σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc/acc dual (doric) σῑγά̱ , σιγή silence fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίγα — σί̱γᾱ , σῖγος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) σί̱γᾱ , σιγάω keep silence pres imperat act 2nd sg σί̱γᾱ , σιγάω keep silence imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σῖγ' — σῖγα , σῖγα silently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek