-
1 επισκιαζω
1) покрывать тенью, осенять(τινί и τινά NT.)
2) погружать во тьму(ἥλιος, δυόμενος πάντα ἐπισκιάζεσθαι ποιεῖ Sext.; перен. τὸν βίον τινός Luc.)
3) укрывать, скрывать(ὅ τύμβος ἐπισκιάζει τινά Anth.)
λαθραῖον ὄμμα ἐπεσκιασμένη Soph. — укрыв во тьме (свой) глаз, т.е. спрятавшись в темноте -
2 ξυγκαταβαινω
(fut. συγκαταβήσομαι, aor. 2 συγκατέβην)1) вместе идти вниз, спускаться(ἐς τὸν Πειραιᾶ Thuc.; ἀπὸ τοῦ λόφου Plut.)
πτέρυγί τινος συγκαταβῆναι Eur. — укрыться под чьё-л. крыло2) идти вместе NT.Ζεὺς Μοῖρά τε συγκατεβα Aesch. — Зевс и Судьба сопутствуют друг другу, т.е. действуют заодно
3) сходиться, согласовываться, совпадать(ταῖς ἡλικίαις Arst.)
4) соглашатьсяσ. εἰς φόρους καὴ συνθήκας Polyb. — соглашаться на уплату дани и на заключение договора;
σ. εἰς πᾶν Polyb. — идти на все условия5) решаться, отваживаться(εἰς τὸν κίνδυνον Polyb.)
-
3 στεγανος
31) плотно закрывающий, покрывающий, непроницаемый, густой(τρίχες Xen.; κλῶνες Anth.; σ. πρὸς τοὺς ὀϊστούς Plut.)
στεγανὸν δίκτυον Aesch. — плотная сеть2) закрытый, покрытыйπύργοι ἄνωθεν στεγανοί Thuc. — крытые башни;
πτέρυγι σ. Soph. — закрытый (своим) крылом -
4 συγκαταβαινω
(fut. συγκαταβήσομαι, aor. 2 συγκατέβην)1) вместе идти вниз, спускаться(ἐς τὸν Πειραιᾶ Thuc.; ἀπὸ τοῦ λόφου Plut.)
πτέρυγί τινος συγκαταβῆναι Eur. — укрыться под чьё-л. крыло2) идти вместе NT.Ζεὺς Μοῖρά τε συγκατεβα Aesch. — Зевс и Судьба сопутствуют друг другу, т.е. действуют заодно
3) сходиться, согласовываться, совпадать(ταῖς ἡλικίαις Arst.)
4) соглашатьсяσ. εἰς φόρους καὴ συνθήκας Polyb. — соглашаться на уплату дани и на заключение договора;
σ. εἰς πᾶν Polyb. — идти на все условия5) решаться, отваживаться(εἰς τὸν κίνδυνον Polyb.)
См. также в других словарях:
πτερύγι' — πτερύγια , πτερύγιον anything like a wing. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτέρυγι — πτέρυξ wing fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλάινος — και καλλάινος, η, ο και καλ(λ)αγένιος, ια, ιο (Α καλάινος και καλλάινος, η, ον) νεοελλ. κατασκευασμένος ή όμοιος με καλάι, με κασσίτερο αρχ. 1. όμοιος στο χρώμα με κάλαϊν*. δηλ. που έχει χρώμα κυμαινόμενο μεταξύ κυανού και πράσινου,… … Dictionary of Greek
φτερούγα — Μέλος ή κινητή απόφυση, που επιτρέπει στα πουλιά και σε πολλά έντομα να πετούν. Στα πουλιά οι φ. αντιστοιχούν με τα μπροστινά άκρα των άλλων σπονδυλωτών, και κατά συνέπεια με τα μπράτσα του ανθρώπου. Η φ. αποτελείται από σκελετό χωρισμένο σε 3… … Dictionary of Greek
φτερούγι — το, Ν πτερύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτερύγι ον, υποκορ. τού πτέρυξ, υγος, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού π σε διαρκές φ και τροπή τού υ σε ου (βλ. και λ. φτερούγα)] … Dictionary of Greek
πτέρυγ' — πτέρυγα , πτέρυξ wing fem acc sg πτέρυγι , πτέρυξ wing fem dat sg πτέρυγε , πτέρυξ wing fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ichthyopterygian — ichthyopterygian, a. and n. Palæont. (ˌɪkθɪəʊptəˈrɪdʒɪən) [f. Gr. ἰχθυο (see ichthyo ) + πτέρυξ, πτερυγ wing, πτερύγι ον wing, fin + an.] a. adj. Belonging to the Ichthyopterygia, an order of extinct marine reptiles in Owen s classification (1860 … Useful english dictionary