-
1 σακίον
σακίον, od. richtiger σάκιον, τό, nach den VLL. att. statt σακκίον; Xen. An. 4, 5, 36, v. l.; vgl. Phryn. p. 257.
-
2 ἡμι-σάκιον
ἡμι-σάκιον, τό, halber Sack, Poll. 6, 160.
-
3 σακκίον
-
4 ἡμισάκιον
ἡμι-σάκιον, τό, halber Sack
См. также в других словарях:
σακίον — τὸ, Α (αττ. τ.) βλ. σακκίον … Dictionary of Greek
σακίον — σακκίον small bag neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σακί — το / σακκίον, ΝΑ, και αττ. τ. σακίον Α [σάκ(κ)ος] (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος νεοελλ. 1. (χωρίς υποκοριστική σημ.) σάκος που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη ή μεταφορά διάφορων χύμα αντικειμένων, τσουβάλι 2. (κατ επέκτ.) το… … Dictionary of Greek
σακκίον — και αττ. τ. σακίον, τὸ Α βλ. σακί … Dictionary of Greek